«Δε δουλώνω…δεν απογράφω!»

112

Δε δουλώνω…δεν απογράφω!
ντα, τσι Τούρκους δεν εδούλωσα
σε σας θα δουλώσω;
Δε δουλώνω, δεν απογράφω!

(Τούτη την απάντηση έδωσε στους βασανιστές του Μακρονησιού η ογδοντάχρονη κρητικιά ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα)

Η δασκάλα Ναταλία Αποστολοπούλου αγωνίστηκε στην Κατοχή μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ . Για  τη δράση της και τις ιδέες της διώχτηκε και εξορίστηκε μαζί με τα δύο παιδιά της στη Χίο, στο Τρίκερι, τη Μακρόνησο και πάλι στο Τρίκερι στο διάστημα (1948-1952). Σε αυτά τα στρατόπεδα γνώρισε πολλές ανταρτομάνες για τις οποίες θέλησε να κάνει ευλαβικό μνημόσυνο παραδίδοντάς τες στην αθανασία και την αιωνιότητα ως ελάχιστο φόρο τιμής.

Οι ηρωικές μορφές ορισμένων από αυτές αναδύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της «Δε δουλώνω…δεν απογράφω!», το οποίο εκδόθηκε το 1979 (2η έκδοση) από τη Σύγχρονη Εποχή και είναι πλέον εξαντλημένο. Τα πρόσωπα των γυναικών είναι υπαρκτά και έτυχε γι’ αυτά να υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες και μαρτυρίες σε σχέση με άλλα.

«Όμως, ό,τι δίνει ιδιαίτερη σημασία στο βιβλίο αυτό δεν είναι το γεγονός ότι ιστορεί «πραγματικά βιώματα» αληθινές ιστορίες. Αξία έχει ο τρόπος που επιλέγει και συναρτά τα καίρια αυτά βιώματα για να τα μετουσιώσει σε τέχνη. Η στιγμή που τα δένει ανάμεσά τους για να τονίσει και να υπογραμμίσει τα ποιητικής σημασίας στοιχεία που θα δόσουν ένα καίριο αισθητικό αποτέλεσμα, την κορυφαία τους στιγμή…» έγραφε η Έφη Πανσελήνου στις 29 Ιούλη 1979.

«Δε δουλώνω…δεν απογράφω!»

«Το Σουφλέλι, η Αγιασιώτισσα ανταρτομάνα Σοφία Αγρίτη, ήταν η γεροντότερη του στρατοπέδου· ογδόντα πέντε χρονώ. Μια γριούλα συμπαθητική και καλοσυνάτη που περπατούσε στητή σαν κοπελούδα.

 

Λιγνή, στεγνωμένη από τον υποσιτισμό, την κακοπάθεια και την τσιτσιρισμένη ζωή της αγρότισσας, έδινε κι αυτή το παρών στον αγώνα του λαού.

Μορφή ασκητική, τυραγνισμένη· στόμα ξεδοντιασμένο, σφραγισμένο με πίκρα. Ένας σκελετός κρυμμένος στο σκούρο σαλβάρι της και τη φτηνή ζακετούλα της.

Μα μέσα στα  δυό έξυπνα ματάκια της έκαιγε φωτιά ζωοδότρα. Τα παληκάρια της την ανάψαν αυτή τη φωτιά. Ο Αντώνης, ο Βασίλης, ο Γιώργης, αγωνιστές κι οι τρεις της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού.

Μόλις τα παιδιά της καταφύγανε στο βουνό, κυνηγημένα, η χωροφυλακή έπιασε την υπόλοιπη  οικογένεια και την εξόρισε. Τους άντρες, το γέρο της και το γιο της, στην Ικαριά· εκείνην, τη νύφη της την Αντώναινα και το γγονάκι της το Στέλιο, στη Χίο, την Άνοιξη του 1948…»

 

«Ψηλή, ξερακιανή, τυραγνισμένη. Μορφή σκαμμένη από το μόχθο και τα δρολάπια της αγροτιάς. Δουλεύτρα της γης, μεροκαματιάρα ήταν η θειά Κουταντέλιαινα.

Όταν της μίλησε το παιδί της για λευτεριά κι ανεξαρτησία, γι’ αντίσταση στον ξένο κατακτητή κι αγώνα για μια ζωή καλύτερη και δικαιότερη, ρούφηξε τα λόγια του όπως η ξεραμένη γης τη βροχή.

Το παιδί της, ο μονάκριβος γιος της, Αποστόλης Κουταντέλιας, ήταν από τους πέντε πρωτοπόρους αγωνιστές. Αυτοί μ’ οδηγό τους το Μένιο Ντόβα πρωτοστατήσανε και συγκροτήσανε το ΕΑΜ και τις πρώτες ένοπλες Αντιστασιακές ομάδες ΕΛΑΣ στο Ν. Πήλιο.

Το Πήλιο, το βουνό του τόπου της, έπαιρνε μυθικές διαστάσεις στη φαντασία της θειάς· γινότανε άπαρτο κάστρο! Από κει την περίμενε τη λευτεριά η θεια Κουταντέλιαινα.

Αιχμάλωτη στο στρατόπεδο εξορίστων Γυναικών του Τρίκερι, καταμεσίς τ’ ουρανού και του πελάγου, αγνάντευε το βουνό και καρτερούσε…Ανέβαινε ολημερίς στον ψηλότερο βράχο του Γ΄λόχου που είχανε κατασκηνώσει οι ανταρτοοικογένειες και το ’τρωγε με τα μάτια. Έφερνε την απαλάμη της χωνί πίσ’ απ’ τ’ αυτί κι αφουγκραζόταν ν’ ακούσει τα πολυβόλα να κελαηδούν…»

 

 

Η Γιαννούλα Σακελλίων, η αξέχαστη Μανιά «έφτασε στο στρατόπεδο Γυναικών Χίου τον Ιούνη του 1948. Γεροδεμένη κι επιβλητική πάταγε τη γη σαν Ανταίος. Η μορφή της στραφτάλιζε φέγγος και ζεστασιά, σιγουριά και καλοσύνη.

Πίσω από τ’ άσπρα της γυαλιά, τα μάτια της ήρεμα και στοχαστικά, ξεψάχνιζαν το συνομιλητή της και τον κατάτασσαν εκεί που του άξιζε.

Ο στοχασμός της αστραφτερός σαν ατσάλινη λεπίδα άδραχνε τα προβλήματα της στιγμής κι έβρισκε τη σωστή τους λύση. Ο λόγος της πράος και ζεστός, χάιδευε και μάγευε· κρεμόσουν από τα χείλη της, φοβόσουν μην τελειώσει σύντομα και χάσεις κείνο το θάμπος…Σίγουρα, από τους πλάστες του Δημοτικού τραγουδιού και τους παραμυθάδες, θα φύτρωσε τούτη η λαϊκή αφηγήτρα.

Οι χωριανές της είχανε να λένε πως ήτανε σπάνια νοικοκυρά κι αυτοδίδαχτη μοδίστρα. Έραβε τα παιδιά της και τα γγόνια της κι έντυνε και το χωριό· από παντελονάκια και ποδίτσες για τα σχολιαρούδια, μέχρι νυφικά…

Με τη γλυκιά φωνή της δίδασκε τα παιδιά της, τραγούδι. Τους πρωτόμαθε το αντιοθωνικό: « Έως πότε η ξένη ακρίδα, έως πότε κουφός Βαυαρός…»

Ύστερα τραγούδαγε μαζί τους τα τραγούδια του Αττίκ. Κι όταν απλώθηκε κι αγκάλιασε τον τόπο η Εθνική Αντίσταση και ξεπηδήσαν τ’ αθάνατα τραγούδια της τιμής και της λεβεντιάς, τότε πια, τούτα τα τραγούδια γινήκαν η προσευχή της. Αγρότισσα, ξωμάχα κι αυτή, ήτανε ζυμωμένη με τα καυτά προβλήματα της θεσσαλικής αγροτιάς – κοντά της ήτανε το Κιλελέρ – του μόχθου και της λευτεριάς.

Μυημένη από πολύ νωρίς στους αγώνες του εργαζόμενου λαού, ενάντια στην κοινωνική αδικία, πίστευε πως η ζωή μπορεί να γίνει καλύτερη και δικαιότερη.

Στο κάλεσμα του ΕΑΜ για την ανεξαρτησία της Πατρίδας και τη λευτεριά, προσφέρθηκε μ’ όλη την ψυχή της κι όλο το σπιτικό της.

Στάθηκε μάνα οδηγήτρα. Μάνα δρυς. Κάτω από τους κλώνους της αντρώθηκαν τα παιδιά της και τα γγόνια της και πήρανε τ’ άρματά τους έξι αγωνιστές.

Για όλους, δικούς της, χωριανούς και ξένους, ήτανε η Μανιά. Αγαπητή και σεβαστή!

Λέγανε: το ’πε η Μανιά Γιαννού! Και γινόταν παραδεχτό.

Οι ΕΛΑΣίτες κι όλοι οι άλλοι αγωνιστές, γινήκανε παιδιά της και χωρέσαν στην πλατιά καρδιά της.

Τα τάισε, τα πότισε, τα ’πλυνε, τα ξεψείριασε κι έτρεξε κοντά τους με το μήνυμα της ανάγκης.

Στο στρατόπεδο τώρα, εξόριστη, παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον τη ζωή των γυναικών και λάτρευε τα νιάτα…»

«Το καλοκαίρι του 1949, ένα πρωί που ήτανε μοναχή της στο κελί, η Ευανθία Σύρου, την καλέσανε με το χωροφύλακα, στο Γραφείο της Διοίκησης. Κατάλαβε, κοπήκανε τα γόνατά της, έσφιξε την καρδιά της κι ανέβηκε…

– Ο λήσταρχος, ο γιος σου σκοτώθηκε κι αποκεφαλίστηκε όπως ταιριάζει στους προδότες της Πατρίδος! Άιντε, τώρα, να κάμεις και συ μια δήλωση και να πας στο σπίτι σου, της είπε ο διοικητής.

Η δύστυχη δέχτηκε τον κεραυνό χωρίς να βγάλει άχνα. Κράτησε μ’ αξιοπρέπεια τον πόνο της και κατέβηκε βουβή τα σκαλοπάτια. Χώθηκε στο κελί της κι έκλεισε την πόρτα.

Ένα θολό ποτάμι την κύλαγε στη φουρτούνα του. Το μυαλό της παράδερνε. Αποφάσισε να σκοτωθεί! Τι την ήθελε τη ζωή; Μα με ποιον τρόπο;…

Είδε τον τοίχο μπροστά της και χύθηκε μ’ ορμή στο πέτρινο ντουβάρι, με το κεφάλι μπροστά. Και το χτυπούσε· ίσαμε που απόκαμε και σωριάστηκε, κατάχαμα, σακατεμένη.

Το πήρε είδηση η Γλυκερία κι έτρεξε. Τη βρήκε πεσμένη μπρούμυτα. Τη γύρισε, της μίλησε, την κούνησε· εκείνη έμενε αναίσθητη, σα νεκρή. Το κεφάλι της, το πρόσωπό της, ήτανε ματωμένα, παραμορφωμένα.

Τρόμαξε η Γλυκερία, πετάχτηκε έξω, φώναξε και τις άλλες χωριανές τους. Τρέξανε, οι καημένες, στο κελί.

Πλύνανε τα αίματα από τις πληγές, τη συγυρίσανε, τη βάλανε στο στρωσίδι της.

Βρέξανε πανιά στο κρύο νερό, της τυλίξανε το κεφάλι. Δεν ακούγανε την ανάσα της κι είπανε πως πέθανε.

Έψαξε η Γλυκερία με το χέρι της, βρήκε την καρδιά της κι ένοιωσε το μισόσβηστο χτύπο της.

– Ζει! Ζει! βεβαίωσε τις γυναίκες κι αναθαρρέψανε όλες τους. Της ετοιμάσανε ένα χαμομήλι. Τα δόντια της ήτανε κρυμμένα στα πρησμένα χείλη της. Αγωνιστήκανε να της περάσουμε κόμπο – κόμπο, το ζεστό βοτάνι.

Μερόνυχτα παρασταθήκανε πλάι της να την ξαναγυρίσουνε στη ζωή. Μοναχές κι αβοήθητες, χωρίς γιατρό και γιατρικά, μόνο με τα δικά τους γιατροσόφια· τα κρύα πανιά και τα ψητά κρεμμύδια…

Εκείνη η δύστυχη κοίτονταν βουβή και σακατεμένη· ένα πελεκημένο κούτσουρο.

Συνήλθε ύστερα από πολλές  μέρες κι έσκιζε τις καρδιές τους με το θρήνο της. Δεν τους το συγχωρούσε που τη γυρίσανε στη ζωή.

– Τι μου κάματε; Τις μάλωνε. Γιατί δε μ’ αφήνατε να πάου στο δρόμο μου…Τι η θέλω τη ζωή!

Θρηνούσε το λεβέντη της, το Σωτήρη· τον αγωνιστή της Αντίστασης που «δε φοβότανε εχθρό, δε λογάριαζε το χάρο» και τον μοιρολογούσε:

Στον κάτου κόσμο θε να πάου γιορτάσι να τοιμάσω
κι ούλα τ’ ακέφαλα κορμιά σε σύναξη να κράξω…

Δεν είχε κλείσει καλά – καλά μήνας, που έμαθε και το σκοτωμό της Ζωής.

Η Ζωή ήταν αντάρτισσα. Σκοτώθηκε στη μάχη, με την αραβίδα στο χέρι.

Κι η ανταρτομάνα μοιρολογούσε και παρακάλει τα κλαριά:

Για χαμηλώσετε κλαριά, σκεπάστε τα κορίτσια
και κρύψτε τα κορμάκια τους να μην τα φάν’ τα όρνια.

Στα μισά του Δεκέμβρη του 1949 απολύθηκε από το Τρίκερι με τις τελευταίες «προληπτικές» και γύρισε στο ρημαγμένο σπιτικό της…»

 

«Τούτη η ψηλή γεροδεμένη Κρητικιά, η Τζαγκαράκη, ζούσε ανάμεσα στις συνεξόριστές της βυθισμένη στον πόνο και τη θλίψη της. Άκουγε κι αλαφιαζόταν. Νύχτα μέρα η καρδιά της βογγούσε σαν την ανταριασμένη θάλασσα.

Όλες οι αντένες του κορμιού και της ψυχής της τρέμανε το κακό μαντάτο. Έβλεπε τις Κρητικοπούλες με τα μάτια και ξέσκιζε με το νυστέρι της ματιάς της τα κρυφοντούλαπα της καρδιάς τους.

Σαν κάτι να της κρύβανε αυτές· κάτι ξέρανε. Δε γίνεται! Κι όλο ξέταζε και διπλορωτούσε τη Βαγγελιώ και την Ελευθερία. Μα κείνες κρατούσανε βαθιά το μυστικό.

Πίσω στον τόπο της, τον Αποκόρωνα Κρήτης, είχε αφημένα τρία μικρά παιδιά που καταδιώκονταν και κείνα. Πότε τα φυλάκιζαν στα Χανιά, μην τύχει και στέλνανε ψωμί στον αντάρτη αδελφό τους. Πότε τα ξορίζανε στο Λασήθι κι ανταμώνανε κει τον εκτοπισμένο πατέρα τους, που τα συμμάζευε στην κάμαρά του. Βασανίζονταν τα παιδάκια σε κείνον το διωγμό, πότε νηστικά και πότε χορτάτα.

Η μάνα τους μάθαινε τα βάσανά τους και σάλευε ο νους της. Εκείνες τις στιγμές αναζητούσε τα παιδάκια του στρατοπέδου και τα χάιδευε με τρυφεράδα…

Βούρκωνε κι ανταριαζόταν. Μες τα μάτια της τρεμόπαιζε η τρέλα.

Εκείνον τον πικρό χειμώνα του 1949, η αλληλογραφία απαγορεύονταν στο στρατόπεδο.

Έτσι, η δόλια μάνα ούτε έστελνε γράμμα στα παιδιά της, ούτε έπαιρνε απ’ αυτά.

Τα κοριτσάκια της, η Αθηνούλα και η Βούλα, κυνηγημένα εδώ κι εκεί, ρωτούσανε γιατί δεν παίρνανε γράμμα από τη μανούλα τους. Κι οι χωροφύλακες που τα φρουρούσαν τους απαντούσαν:

– Μα τώρα δα γράμμα; Η μάνα σας πόθανε. Έμαθε που σκοτώθηκε ο αδερφός σας κι έπαθε συγκοπή και πόθανε…Κλαίγανε τα καημένα τα παιδάκια και θρηνούσανε το ρημαγμένο σπιτικό τους: Μάνα, μάνα μας γλυκιά. Δημήτρη μας λεβέντη!…

Μα η καρδιά της μάνας πιότερο για κείνον έτρεμε. Για το Δημήτρη της, το λεβέντη. Που πολεμούσε στης Κρήτης τα βουνά για λευτεριά και δίκιο.

Από τον Ιούλη του 1949 ίσαμε το Γενάρη του 1950 το στρατόπεδο Γυναικών Τρίκερι, δονούνταν καθημερινά από τα πικρά μαντάτα του θανάτου και του ξολοθρεμού των ανταρτών και τις εκτελέσεις φυλακισμένων αγωνιστών.

Έτρεχε τότε κοντά στις χαροκαμένες ανταρτομάνες η Τζαγκαράκη, να τους παρασταθεί και να θρηνήσει μαζί τους. Κι ανταριασμένη όπως ήτανε θρηνούσε μαζί και το δικό της γιό. Κι ας μην την είχε, κανείς, βεβαιώσει για το χαμό του. Εκείνη το πίστευε πως ήτανε σκοτωμένος και της το κρύβανε…

Στο Μακρονήσι, τη νύχτα του βασανισμού, έκρυψε κάτω από τη χοντρή φούστα της, τη Βαγγελιώ, για να τη σώσει από τα θεριά.

Ζάρωσε η εξόριστη μέσα σε κείνο το πρωτότυπο κρησφύγετο και δεν έβγαζε άχνα.

– Ετούτα είναι τώρα τα παιδιά μου, ορκίστηκε η Τζαγκαράκαινα· τα δικά μου, πάει, τα ’χασα!

Τα μεγάλα μαύρα μάτια της, δυό αναμμένα κάρβουνα, μάκραιναν τους λύκους…τους φόβιζαν.

Αντιμετώπισε με λεβεντιά το βασανισμό· δε λύγισε και την κλείσανε στο σύρμα με τις «αμετανόητες».

Η διοίκηση του στρατοπέδου πληροφορημένη για τον αποκεφαλισμό του γιού της και την εξόντωση του αντάρτικου, την απέλυσε με μερικές γριούλες κατά τον Ιούλη του 1950…»

 

«Την Άνοιξη του 1948 η Ασφάλεια έπιασε την Ευαγγελία  Βασιλείου και την υπόλοιπη οικογένειά της και τους εκτόπισε: Τον άντρα της στην Ικαρία. Τη δεκαοχτάχρονη κόρη της Μαρουσώ και κείνην, στο στρατόπεδο Γυναικών Χίου. Το μικρό δωδεκάχρονο αγόρι της το άφησε «ελεύθερο».

Στην εξορία για τούτο το παιδί θλιβόταν πιότερο η καρδιά της ανταρτομάνας.

Τα γράμματα που της έστειλε στάζανε θλίψη. Τα διάβαζε κι έλιωνε. Άλλοι, της έγραφε, το συμπονούσαν και το συμμάζευαν· του δίνανε ένα πιατάκι φαΐ. Άλλοι, το απόδιωχναν τρομοκρατημένοι. Κι απόμεινε πάντα μοναχό, περίλυπο, απροστάτευτο, καταφρονεμένο, νηστικό.

Στην κλεισούρα και τη στενωσιά του Γ’ κτιρίου στους στρατώνες Χίου όπου είχανε στοιβάξει τις ανταρτοοικογένειες (έτσι αποκαλούσαν τις μανάδες, τις αδελφές, τις γυναίκες και τα παιδιά των ανταρτών), στριμωγμένη στο στενό στρωσίδι της πλάι στη Μαρουσώ, η ανταρτομάνα αγνάντευε τα βουνά και περίμενε τη λευτεριά. Δίπλα της, ολόγυρά της, αγκομαχούσε, πεινούσε, καρδιοχτυπούσε κι έλπιζε όλη η Ελλάδα. Γριούλες ανταρτομάνες, μωρομάνες με τα μικρά τους, νέες κοπέλες, αρπαγμένες όλες από τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, το Μοριά, την Κρήτη και τ’ άλλα νησιά.

Μανάδες με τις δυό, τρεις και πέντε κόρες τους – όπως η μάνα Κατσάνου από το Βόλο, τα Κατσανάκια που τις λέγανε στο στρατόπεδο, γιατί ο μοναχογιός της ήταν αντάρτης στο βουνό -. Κλειδωμανταλωμένες μέσα στα κτίρια ζούσαν την «πειθαρχημένη διαβίωση».

Η διοίκηση του στρατοπέδου μεταχειριζόταν κάθε μέσο για να τις αναγκάσει να υπογράψουνε δήλωση μετάνοιας και να διαλύσει το στρατόπεδο. Τις καλούσε στο Γραφείο και τους ζητούσε ν’ αποκηρύξουνε τα παιδιά τους. Οι μανάδες αρνούνταν με περηφάνεια και κείνοι τις πέταγαν έξω με τις κλωτσιές.

Η Ευαγγελία αρρώστησε στη Χίο. Έπαθε συμφόρηση. Η κατάστασή της ήταν σοβαρή κι ο Νομίατρος Χίου γνωμάτευσε για τη μεταφορά της στο Νοσοκομείο της πόλης. Εκεί συνήλθε κι ύστερα από μερικές μέρες, ξαναγύρισε στο στρατόπεδο· μα η πίεσή της παρέμενε, πάντα υψηλή.

Εκείνο τον καιρό αρρώστησε κι η Μαρουσώ. Από τον υποσιτισμό, έπαθε αβιταμίνωση. Τα μάτια της, κατακόκκινα, την πονούσαν, πέσαν οι βλεφαρίδες της· τα βλέφαρα, πρήστηκαν. Δεν έβλεπε!

Το καλοκαίρι στο Τρίκερι, οι εξόριστες θρηνούσαν τους σκοτωμένους αντάρτες, άντρες τους, αδέρφια τους, παιδιά τους, πατέρες τους. Η Ευαγγελία αγωνιούσε για την τύχη του τελευταίου αγωνιστή γιού της, του Βασίλη. Μα πάντα ανασύντασσε τις δυνάμεις της και συγκρατιόνταν.

Πιστή στο δίδαγμα του γιού της πως ο αγώνας θέλει θυσίες επιβαλλόταν στη σπαραγμένη καρδιά της και διατηρούσε την ψυχραιμία της.

Μέσα στο λιγνό κορμί της, λιωμένο από τη θλίψη και τα στρατοπεδικά βάσανα, κρυβόταν μεγάλη ψυχική αντοχή και φλογερή πίστη.

– Μια αγωνίστρια, έλεγε, δεν πρέπει να παραδίνεται στον πόνο της μάνας παρά να μένει αλύγιστη στο πόστο της και να μάχεται τον εχθρό.

Και πάντα έβρισκε κουράγιο και παρηγορούσε τις άλλες χαροκαμένες:

– Κουράγιο, τους έλεγε, ψηλά το κεφάλι· μη βλέπει τη συντριβή μας ο εχθρός κι ευχαριστιέται.

Και πρώτη, εκείνη, έδινε το παράδειγμα και στεκότανε αλύγιστη και ορθή!…»

 

Η μάνα της Σοφίας «Επιστρέφαμε από το Νοσοκομείο της Χίου στο στρατόπεδο, με την κλούβα. Κρατούσα στην αγκαλιά μου γιατρεμένο, γερό και χαρούμενο, το τετράχρονο αγοράκι μου. Το είχα αρπάξει από τα νύχια του χάρου κι ήμουν ευτυχισμένη.

– Εσύ το γλίτωσες το παιδί σου· μα γω το φύτεψα στη γης, με κάρφωσε με τη φωνή της.

Τότε την πρόσεξα…

Καθότανε στον αντικρυνό πάγκο διπλωμένη στα δυό. Στην αγκαλιά της κρατούσε μια χοντρή ζακέτα μπλε. Την έσφιγγε στο στήθος της και την κουνούσε ρυθμικά, πέρα δώθε, σαν που κοιμίζουμε στην αγκαλιά μας τα μωρά! Τα πονεμένα μάτια της, αδάκρυτα, κρεμαστήκανε πάνω μου με πίκρα και ζήλεια.

Η χαρά μου γίνηκε σκόνη και σκόρπισε στον άνεμο. Σηκώθηκα αμέσως από τον πάγκο, κατέβασα το παιδί από την αγκαλιά μου και την πλησίασα. Με το ’να χέρι έσφιξα, ενστιχτώδικα, το παιδί μου· με τ’ άλλο, χάιδεψα τον ώμο, τα χέρια, το κεφάλι της.

– Πώς; γιατί; τι έπαθε; τραύλισα.

– Ο ένας έπεσε στην Αλβανία. Ο άλλος πολεμάει στο βουνό και τούτη, τη Σοφία μου, μού τη φάγανε τα μαρτύρια!

– Άιντε, κατεβαίνετε! φώναξε ο σκοπός.

Βρισκόμαστε κιόλας μπροστά στο Β’ κτίριο. Αργοσάλεψε και κείνη η δύστυχη και κατέβηκε. Αμίλητη, με τη ζακέτα σφιχτά στην αγκαλιά, πήρε τα σκαλοπάτια κι έφτασε στη σοφίτα. Αγκάλιασε το ράντζο που είχε δεχτεί το βασανισμένο κορμί του παιδιού της. Το χάιδευε και του μιλούσε. Έκλαιγε πικρά! Την καλούσε με σπαραγμό και μάλωνε τη μαύρη γης. Πώς θα δεχότανε στ’ αραχνιασμένα βάθια της τέτοια νιάτα, τέτοιαν ομορφιά…

– Η Σοφία ήταν αντάρτισσα. Την κατεβάσανε από την «κλούβα» στην αυλή του στρατοπέδου μπροστά στο Β’ κτίριο, στα μισά του Γενάρη του 1949. Φορούσε ακόμη την αντάρτικη στολή της· παντελόνι και χιτώνιο. Ολοφάνερο πως ήταν βασανισμένη, σακατεμένη, μελλοθάνατη! Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Όμως, στα όμορφα μάτια της έλαμπε τ’ όραμα της λευτεριάς και της νίκης.

Ήτανε είκοσι με είκοσι δύο χρονώ. Όμορφη, ψηλή, λυγερή, μαυρομάτα. Ένας αητός με κομμένα φτερά!

Τη σηκώσανε στα χέρια οι κοπέλες μας.

Με το βήχα που τη βασάνιζε, δεν άντεξε. Πλημμύρισε το μαρμαρένιο σκαλοπάτι με αίμα.

Οι κοπέλες καταλάβανε. Την πήγανε στο καμαράκι με τις φυματικές, κοντά στη Φωτεινούλα.

Η Τζένη Αδαμίδου, που ήταν η αλαφρότερα άρρωστη παραχώρησε το ράντζο της και την αποθέσανε πάνω κει με στοργή κι αδερφοσύνη.

Η μανούλα της, που βρισκότανε στο στρατόπεδο, έτρεξε κοντά της. Την αγκάλιαζε, τη φιλούσε, τη χάιδευε. Της μιλούσε στη γλώσσα τους· ήτανε, νομίζω, κουτσόβλαχοι.

Κι όλο χτυπιότανε η δόλια μάνα: πώς γίνηκε κι έπεσε στα χέρια τους…Πώς; Πώς;…»

 

«Κλεισμένη στο χιώτικο στρατώνα στο Β’ κτίριο με τις ανταρτοοικογένειες, στενοχωριόταν η Ελένη Ντόβα. Στεκότανε πάντα σιωπηλή· κλεισμένη στο εαυτό της και τα πάθη της. Όμως, όταν τις μεταφέρανε στο Τρίκερι, η θειά Ελένη ανάπνευσε· πήρε κουράγιο, ζωντάνεψε.

Αγνάντια της στεκόταν ο τόπος της. Τα λημέρια της ανταρτιάς και του παιδιού της, το Πήλιο!

Στο στρατόπεδο Τρίκερι συνάντησε και την κόρη της, την Αριάδνη που βρισκόταν εκεί εξόριστη, από το 1947.

Κρυφά βλέπονταν μάνα και κόρη και λέγανε τους καημούς τους. Πότε στα πηγάδια του Άη – Γιώργη, πότε πίσω από κανένα βραχάκι.

Ο νους τους έτρεχε στον αγαπημένο τους γιο κι αδερφό, στο Μένιο Ντόβα, τον πρωτοπόρο αγωνιστή της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού.

Δεν είχαν ειδήσεις του καθόλου· μα κείνες, μαθημένες από το συνωστισμό του τον καρτερούσαν, με βεβαιότητα, να γυρίσει νικητής, όπως πάντα.

Από τις αρχές του καλοκαιριού, καταφθάνανε στο στρατόπεδο του Τρίκερι αποσταλμένοι από το επίσημο Κράτος και το Στρατό για να «διαφωτίσουν» τις εξόριστες με τις ομιλίες τους, για την ήττα και το χαλασμό των ανταρτών. Για το μάταιο του αγώνα τους. Για την ανάγκη να υπογράψουνε όλες τους δηλώσεις και να διαλυθεί το στρατόπεδο. Αγωνίζονταν να τις πείσουν πως το ρολόι του κόσμου, σταμάτησε γι’ αυτές στην ώρα Μηδέν!

Εμπνευστής και καθοδηγητής αυτής της «διαφώτισης» ήταν  ο Πούλου. Παλιός εξόριστος, στέλεχος στο Δημοκρατικό Στρατό, ο Πούλου, είχε περάσει με το μέρος του αντίπαλου και πολεμούσε τις εξόριστες με μέθοδο και σατανικότητα.

Οι γυναίκες σιχαίνονταν τούτον τον εξωμότη· γνώριζαν πως αυτός ήταν ο φοβερότερος εχθρός τους.

Ήτανε κιτρινιάρης, σουφρωμένος και σπανός και στην ιστορία του στρατοπέδου πέρασε με τ’ όνομα του κουσουριού του: «Ο Σπανός!»

Συγκέντρωνε τις χιλιάδες εξόριστες έξω από το Μοναστήρι, στο μεγάλο αλώνι, και τους μιλούσε με το στόμα της πουλημένης συνείδησής του.

Οι εξόριστες, μαζί κι η Ελένη Ντόβα με την Αριάδνη, αγανακτισμένες για τις συκοφαντίες και τις διαστρεβλώσεις του, μουγκρίζανε με κλεισμένο στόμα, εκείνο το αλησμόνητο «μμμμ…» του στρατοπέδου. Το μουγκρητό αυτό, βουερό και μακρόσυρτο, – αντίσταση και διαμαρτυρία, δοκιμασμένο από τη Χίο – ήτανε καταλυτικό και τάραζε τους ομιλητές. Μόνο την παχυδερμία του Σπανού δεν άγγιζε.

Ο Σπανός σταματούσε λίγο τη «διαφώτιση» και δέχονταν με συγκατάβαση το χλευασμό των γυναικών γιατί ήτανε, έλεγε, ακόμα φανατισμένες, όπως ήτανε κάποτε κι αυτός. Μα το ήξερε πως γρήγορα θα βλέπανε κι αυτές την «αλήθεια» και θα πηγαίνανε με το μέρος του…

Και πάλι το μυριόστομο στρατοπεδικό «μμμμ…» τον βομβάρδιζε με τον καταιγισμό του.

Χωροφύλακες κι αργότερα στρατιώτες, ξεχύνονταν ανάμεσα στις εξόριστες κι οσμίζονταν σα λαγωνικά, να ξεχωρίσουν στόμα ανοιχτό· να συλλάβουν την ένοχη και να την τιμωρήσουν. Τα στόματα μέναν κλεισμένα ερμητικά · εκείνοι λυσσούσανε, τότε, αρπάζανε γυναίκες στην τύχη και τις κλείσανε στο βρωμερό σταύλο – κρατητήριο.

Όταν τέλειωσε η ομιλία του Σπανού, κείνη την ημέρα, αναδεύτηκε η μάζα των γυναικών· κίνησε να φύγει για τις σκηνές της. Το ανθρώπινο μελισσολόι βούιζε αδούλωτο κι ανυπόταχτο.

Για μια στιγμή έγινε νεκρική σιγή· και ξαφνικά, όλο το πλήθος, πάνω από 2.000 γυναίκες, άρχισε να τραγουδάει τούτο το κοροϊδευτικό τραγουδάκι:

– Την πι, μανάμ’, την πίττα πόφαγι’ ο Σπανός
ήταν, κι αμάν αμάν, ήταν κολοκυθένια!…

Μπροστά, οδηγός, μπήκε η θειά Κούλα, η…Τρούμαινα. Ψηλή, πελώρια όπως ήτανε, ανέμιζε το μαντήλι της και τραγουδούσε με κέφι. Πίσω της ακολουθούσε το πλήθος και κατηφόριζε την πλαγιά να φτάσει στο κάτω στρατόπεδο. Το τραγούδι τους, δροσερό, τσουχτερό, βροντερό, μυριόστομο· καταρράχτης που ξεχυνόταν από τα βάθια της ψυχής τους, πλημμύριζε τις λοφοπλαγιές και την Τρικεριώτικη ερημιά με τον αχό της γυναίκειας λεβεντιάς.

Νιάτα δροσερά, με τα χρωματιστά φορέματά τους, γριούλες με τα μαυρομάντηλα και τους καημούς τους, ζήσανε κείνη την ημέρα, μιαν αξέχαστη ώρα λευτεριάς.

Η θειά Ελένη Ντόβα, είχε να νοιώσει τέτοια χαρά από τις ημέρες του ΕΛΑΣ, τότε που πρωτοείδε αντάρτες κι έμαθε τα κατορθώματά τους.

– Άιντε, έρμε κοσμάκη, μονολογούσε, τι αντρειοσύνη έχεις μέσα σου, τι λεβεντιά και περηφάνεια…Και πώς σε καταδικάσανε…Κυνηγημένο αγρίμι…Εσένα, που πολέμησες τον εχθρό και στήριξες την Πατρίδα στη δύσκολη ώρα της. Και τώρα, σ’ ονοματίζουνε και Προδότη! Σε μαντρώσανε στα σύρματα και τα μπουντρούμια και σε πνίξανε στο αίμα και την τυράγνια…Εχ, και πότε θα κάμει ξαστεριά!…»

 

Μαρία Πολυκράτη, η μάνα του Νικήτα «Στο Μακρονήσι, γνωρίσανε την κυρά Μαρία κάτι Πατρινοί αλφαμίτες. Την τραβήξανε έξω από τη σκηνή και τη χτυπούσανε στα πόδια με το βούνευρο. Ο πόνος στο καλάμι είναι αβάσταχτος. Τη χτυπούσανε, τη χτυπούσανε…Ύστερα, με σπρωξιές και τραβήγματα τη σύρανε στο Α2. Της ζητούσανε ν’ αποκηρύξει το παιδί της, το Νικήτα της.

– Όχι! δεν αποκηρύχνω το παιδί μου! δήλωσε η ανταρτομάνα. Εκείνοι τη χτυπούσανε. Τους ξέφευγε, τραβιόταν προς τα έξω. Την αρπάζανε, τη σέρνανε πάλι μέσα. Τη βασανίζανε. Όταν ξέφυγε από τα χέρια τους δεν μπορούσε να περπατήσει. Αγκομαχώντας γύρισε στη σκηνή, σέρνοντας τα πόδια της.

Σε λίγες μέρες την ξαναφώναξαν στο Α2. Εκείνη δεν πήγαινε. Την τράβηξε με το ζόρι ο αλφαμίτης, την έσπρωξε στο Γραφείο. Μέσα εκεί την περιμένανε τρεις νεαροί αξιωματικοί με ψεύτικα χαμόγελα κι ευγένειες.

– Είσαι η μητέρα του Νικήτα; Εμείς είμαστε φίλοι του κι ό,τι θέλεις να μας το λες να σ’ εξυπηρετούμε.

– Από τέτοιους φίλους, δε δέχομαι προστασία, απάντησε και κίνησε να φύγει.

Τρέξαν κι οι τρεις κοντά της, τάχα ανήσυχοι…

– Μήπως σε κακομεταχειρίστηκε κανείς εδώ; την ειρωνευτήκανε.

– Με σακατέψατε και ρωτάτε κιόλας; Σα δε ντρέπεστε!

Τους γύρισε την πλάτη και κούτσα – κούτσα γύρισε στη σκηνή της…

Το 1952 η Μαρία Πολυκράτη συνέχιζε την εξορία της κοντά στις άλλες εξόριστες – τις «αμετανόητες» όπως χαρακτηρίζονταν – τρία ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη του εμφύλιου και το σκοτωμό του παιδιού της.

Δεν τον έκλαψε­ δεν τον θρήνησε το Νικήτα, η ανταρτομάνα. Δεν τον επίστεψε το χαλασμό του! Μόνο ιστορεί τα κατορθώματα και τις νίκες του και τόνε καρτερεί να γυρίσει· να της χτυπήσει την πόρτα.

– Θα τόνε γνωρίσω, τάχα; λέει με το νου της . Τόσα χρόνια! Είκοσι εννιά…Πώς κυλίσανε, Θε μου!

Η κυρά Μαρία είναι η μόνη από τις εξόριστες ανταρτομάνες που ζει και καρτερεί το παιδί της και τη λευτεριά!…»

 

Αγλαΐα Βενέτη «Στο  «Νοσοκομείο» του Μακρονησιού έφτασε με τις άλλες εξόριστες – όλες του πεθαμού – ύστερα από αγώνα του στρατοπέδου.

Ως εκείνη τη στιγμή, Μάρτης του 1950, το « Νοσοσκομείο» νοσήλευε μόνον άντρες εξόριστους, ασθενείς. Δε δεχότανε γυναίκες. Τα Νοσοκομεία της Αθήνας, πάλι, αν κάποια εξόριστη έφτανε ως αυτά, αποσταλμένη της Στρατιωτικής Υγειονομικής Υπηρεσίας, δε δέχονταν να τη νοσηλεύσουν, αν προηγούμενα δεν υπόγραφε δήλωση μετάνοιας. Έτσι οι άρρωστες επιστρέφανε στο στρατόπεδο αγιάτρευτες. Τώρα, που το Νοσοκομείο του Μακρονησιού άνοιγε την πόρτα του και γι’ αυτές, οι άρρωστες που δεν είχανε περιθώρια εκλογής, αρπάχτηκαν από τούτη τη λύση κι ας ήταν λύση απελπισίας!

Το «Νοσοκομείο» διέθετε τέσσερεις θαλάμους, ένα μικρό δωμάτιο, το χειρουργείο και ακτίνες. Χειρουργός υπεύθυνος ήταν ο Κάτσιας. Στους δυό θαλάμους νοσηλεύονταν 18-20 άντρες και στους άλλους τοποθετήθηκαν οι γυναίκες.

Μόλις διαπιστώσανε τις πρωτόγονες συνθήκες κάτω από τις οποίες θα πραγματοποιούνταν τόσο σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις, οι άρρωστες ζορίστηκαν.

– Τώρα πια, έλεγε η Βενέτη, μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα…δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα!

Από βραδίς ειδοποίησαν και τις πέντε άρρωστες να ετοιμάζονται, γιατί την επόμενη μέρα, 24 Μάρτη 1950 θα χειρουργούνταν όλες!

Έξω από την ανησυχία που κατέχει κάθε άρρωστο τέτοιες στιγμές, που μπορεί να συναπαντηθεί και με το χάρο, οι εξόριστες αντιμετώπιζαν κι ένα πρόβλημα συνείδησης: Τι θα κάνανε αν, πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, τους ζητούσαν να υπογράψουν δήλωση;

Το συζητήσανε όλες με σοβαρότητα κι αποφασίσανε με μια γνώμη: Όχι! δεν θα υπογράφανε δήλωση! ας τις γύριζαν στις σκηνές τους.

Πρώτη καλέσανε στο χειρουργείο την Αγλαΐα Κολέτσου. Κινδύνευε από στένωση του πυλωρού.

Δεύτερη χειρουργήθηκε η Βιργινία Νάνου· είχε όγκο του μαστού.

Τρίτη φωνάξανε την Αγλαΐα Βενέτη. Ήτανε καταπτοημένη και τη βοήθησε η Ευαγγελία να φτάσει ως το χειρουργείο.

– Θ’ αντέξω Ευαγγελία μου; θ’ αντέξω; ρωτούσε, θορυβημέν, κι η συνεξόριστή της, της έδινε κουράγιο.

Η εγχείρησή της κράτησε 4 1/2 ώρες. Όταν τη μεταφέρανε στο θάλαμο, οι άλλες άρρωστες τη νόμισαν για νεκρή. Το πρόσωπο του Κάτσια ήτανε σκοτεινό.

– Πώς πήγατε γιατρέ; ρωτήσανε ανήσυχες οι άρρωστες.

– Η κατάστασή της είναι πολύ σοβαρή, είπε. Να δούμε· αν δεν κάνει μετεγχειρητικό πυρετό…

Κι οι άλλες δυό χειρουργημένες, η Νάνσυ κι η Κολέτσου, βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση.

Ο Κάτσιας ήτανε θορυβημένος κι όλο μπαινόβγαινε στο θάλαμο και τις ενίσχυε με ενέσεις και φάρμακα. Η νεαρή Πούπα πήγαινε καλύτερα. Η Ευαγγελία Φωτίου, μ’ όλο που η εγχείρησή της ήτανε σοβαρή – της αφαίρεσε όγκο – δεν παρουσίασε καθόλου πυρετό. Μετά τις μεταγγίσεις αίματος που της έγιναν, πήγαινε καλύτερα.

Η Αγλαΐα, όμως, όλο χειροτέρευε· ξημερώθηκε με πυρετό. Στις 26 του μήνα ο πυρετός έφτασε τους 40 βαθμούς. Τα μάτια της κόκκινα και θολά, βλέπανε τις συνεξόριστές της με θλίψη…

Την έπιασε δύσπνοια. Βογγούσε. Βρογχοπνευμονία, διέγνωσε ο γιατρός.

Πίκρα κι αγωνία τύλιξε τις άρρωστες και στους δυό θαλάμους.

Στις 27 του μήνα η Αγλαΐα βάρυνε!…

Η Αγλαΐα χαροπάλευε κι έδινε τις τελευταίες της οδηγίες:

– Ευαγγελία μου, να ιδείς τα παιδιά μου. Να μου τα φιλήσεις…Θα’ ρθουνε γρήγορα…Στο Λαύριο είναι ο οικογενειακός μας τάφος. Εκεί γεννήθηκα, εκεί θέλω να ταφώ…Δονήθηκε η Ευαγγελία, συνήλθε· ανακάθησε στο κρεβάτι της, κράτησε σφιχτά στο χέρι της το χέρι της Αγλαΐας. Τα δάκρυά της τρέχανε. Βουβά, πνιχτά κλαίγανε όλες οι άρρωστες. Η Αγλαΐα παράμενε βουβή.

Σε λίγο μπήκε στο θάλαμο ο Κάτσιας· στα χέρια του κρατούσε ένα γράμμα· ήταν για την Αγλαΐα, από το γιο της. Ο γιατρός διάβασε δυνατά:

– Αγαπημένη μας, είμαστε όλοι καλά και σε φιλούμε. Η Ελενίτσα παντρεύτηκε, είσαι και γιαγιά. Θ’ ανταμώσουμε γρήγορα. Κουράγιο!…

Μέσα στο χαροπάλεμά της έπιασε η μάνα τον απόηχο από το μήνυμα των παιδιών της· συσπάστηκε! Αντρειεύτηκε και σε μιαν ύστατη αναλαμπή , απάντησε στα παιδιά της με τούτο το κλέφτικο τραγούδι:

Κάτου στον κάμπο τον πλατύ
κει πούν’ οι κλέφτες οι πολλοί
όλοι ντυμένοι στο φλουρί
κάθουνται και τρω…

Κι εκεί πάνω στο «τρω», έσβησε…

Το χέρι της έσφιγγε ακόμη το χέρι της συνεξόριστης, όταν…χιμήξανε μέσα τα δυό χαροπούλια, ο Μιλτιάδης κι ο Γιώργος και την αρπάξανε.

– Τα δαχτυλίδια της! τα δαχτυλίδια της! Φώναξε η Ευαγγελία.

– Ποια δαχτυλίδια; Βλέπεις τίποτα δαχτυλίδια; Για κοίτα καλά! αντιμίλησε ο σκυλευτής.

Και σηκώνοντας ψηλά το χέρι της νεκρής, έδειχνε, κιόλας, τα γυμνωμένα δάχτυλά της.

Σαν αστραπή, μπροστά στα μάτια των γυναικών, την είχανε γδύσει!

Εκεί, στην «Άβυσσο, αριθμός Μηδέν»!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ