«Ήθελα ακόμη να σου πω» ή «Αποχαιρετώντας έναν άγγελο»…

136
Αγαπημένη μου Σοφούλα
Ένα άγριο κυνηγητό η ζωή σου, μια ανάσα θανάτου που θόλωνε ότι με προσπάθεια γινόταν ωραίο, υφαίνοντας καρτερικά το τραγικό τέλος μιας δύσκολης πορείας.
Δραπέτευες απ’ τους θαλάμους των νοσοκομείων που μύριζαν θάνατο, ξεγελώντας για χρόνια τους αχθοφόρους της θλίψης, της απόγνωσης και της μίζερης πραγματικότητας.
Ωραία σαν κύκνος που λάτρεψε τη ζωή, μα που τη λάτρεψε παράλληλα και ο θάνατος θέλοντας να την κάνει ταίρι δικό του παντοτινό, όπως ο Άδης την Περσεφόνη.
Δραπέτευες από τα μακρόσυρτα παράθυρα των νοσοκομείων με τις ημιδιάφανες κουρτίνες που προσπαθούσαν εν αγωνίως να απαγορεύσουν την είσοδο του ήλιου που λαχταρούσε να συναντήσει τις χημειοθεραπευμένες γλυκές φιγούρες με τα σκουφάκια και τις πολύχρωμες μαντίλες, όμοιες με τις εβραίες κρατούμενες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης θανάτου του Άουσβιτς.
Το πρόσωπό σου, μ’ ένα μόνιμα αδιόρατο χαμόγελο, αγνό και άφθαρτο όπως η ψυχή σου, πάντα έντιμο και έτοιμο να συγκρουστεί με τη μοίρα, το αναπάντεχο, το απρόοπτο, με μια ματιά που ζόριζε το θάνατο, περιγελώντας τον όλα αυτά τα χρόνια καθώς αναβάλλονταν συνέχεια η έναρξη ενός ταξιδιού με άγνωστο προορισμό.
Ένα κορίτσι στο σώμα μιας γυναίκας που αντιστάθηκε χρόνια. Μια ψυχή που αρνήθηκε να φύγει κι ένα χαμόγελο που πάγωσε κάποια Χριστούγεννα στην αναγγελία θανάτου.
Κάποια καλοκαίρια σκόρπια που αγάπησες, που ένιωσες, που ζωγράφισες πάνω στις θαλασσινές πέτρες τη ζωή που άνοιγε και έκλεινε σαν τα λουλούδια, σαν τη νύχτα που αρνήθηκε να δεχτεί το ξημέρωμα τον ήλιο, τις φωνές των παιδιών, τη χαρά μιας νέας μέρας.
Ένα φως μεσ’ στο σκοτάδι η ζωή σου, μια εικονική πραγματικότητα στην απεραντοσύνη της ερήμου, ανέτοιμη για να πεθάνεις, μα έτοιμη για ν’ αντισταθείς, να ζήσεις, να δραπετεύσεις, να θυσιαστείς, ν’ ανατρέψεις, να ερωτευθείς, να σκορπίσεις και να αναγεννηθείς μέσα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Ένα χαμόγελο η ζωή σου, ένα γλυκό χαμόγελο για όλους, άλλοτε χαρούμενο, παιδιάστικο, κι άλλοτε πικραμένο, αιχμάλωτο στα όσα θα ήθελε να ζήσει ανάμεσα στα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα του καλοκαιριού, στα χρώματα και τις απέραντες διαδρομές μιας άνοιξης που δεν τελείωνε ποτέ, παρά μονάχα άρχιζε και ξανάρχιζε για να συναντήσει το ιδανικό, το απόλυτο, το παντοτινό, το αιώνια ωραίο και άφθαρτο.
Άλλοτε Αντιγόνη κι άλλοτε Ιφιγένεια, άλλοτε Ιουλιέτα κι άλλοτε Αφροδίτη και τώρα Περσεφόνη σ’ ένα σκοτάδι που αιχμαλωτίζει το φως και υποκλίνεται αιώνια σ’ έναν άγγελο που φτερουγίζει ακόμη χαρίζοντας της ψυχής του τα εναπομείναντα ροδοπέταλα, για να ευτυχήσουν όσοι δέθηκαν με της ζωής τα δύσκολα δρώμενα, με της πίκρας τα καμώματα, με της μοίρας το αβάσταχτο φορτίο ενός άδικου τέλους.
Σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου με τα ματάκια σου να ταξιδεύουν, ν’ αναζητούν, ψάχνοντας για να βρουν στα τέλη του καλοκαιριού μια θάλασσα, έναν άγνωστο προορισμό, ένα νησί, εκεί στον Πειραιά, στο λιμάνι, καθώς το πλοίο έφευγε ξεμακραίνοντας απ’ τη βουή του κόσμου, τα πρωτοβρόχια του Σεπτεμβρίου και τους γλάρους που πάντα συνόδευαν τα’ απατηλά όνειρα των επιβατών.
Κι έφυγες … Έφυγες για να προλάβεις να ζήσεις τα όσα δε πρόλαβες αυτό το καλοκαίρι. Και όλοι, λίγο έως πολύ ξέραμε πως θα ‘φευγες στα τέλη του καλοκαιριού σαν αεράκι, σαν κυματάκι στη θάλασσα, σαν ένα άσπρο κοριτσίστικο κορδελάκι που αιωρήθηκε ανάλαφρα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού. Γιατί εσύ ήσουν πάντα ένα καλοκαίρι … το καλοκαίρι μας, μια θάλασσα … η θάλασσά μας, ένας ήλιος … ο ήλιος μας, ένας ουρανός … ο ουρανός μας, μια καρδιά που μας χωρούσε όλους, κι ένα χαμόγελο βάλσαμο για τις δικές μας πληγές, αυτές που τώρα ανοίγεις άθελά σου στη ζωή μας με την απουσία σου.
Σταματάει ο χρόνος μαςΣοφούλα και τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο, τίποτα πια δε θα θυμίζει το παιδί που ο καθένας έσωζε μέσα του, το παιδί που αντιστεκόταν, το παιδί που αρνιόταν τη φθορά, το γήρας, το θάνατο, τη λησμονιά.
Τίποτα δε θα είναι πια ίδιο Σοφούλα.
Η εφηβική παρέα του καλοκαιριού, οι συναντήσεις στο Χαλάνδρι, τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια στο Ν. Ψυχικό, στη Ν. Σμύρνη, στη Νεμέα, στο Κιάτο, οι ανέμελες βόλτες κοντά στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, οι επισκέψεις των θείων, η αναμονή από τη Ρουμανία του Βαγγέλη και της Μαρίας που σπούδαζαν, οι ατελείωτες συζητήσεις αργά τη νύχτα δίπλα στο στερεοφωνικό στη σάλα με «συνοδεία» τις επιπλήξεις του θείου Γιάννη, τα μυστικά, τα αστεία, τα γέλια, η ξενοιασιά, τα ονειρικά ταξίδια με το θείο Μίμη στριμωγμένοι όλοι μαζί στα πίσω καθίσματα, τα φοιτητικά σπίτια στους Αμπελοκήπους και στον Ερυθρό, οι κασέτες με τις μοναδικές συλλογές από τραγούδια του ’70 του Τέλη του μεγάλου μας που αντιγράφαμε ο ένας μετά τον άλλον, οι ατέλειωτες πλάκες, οι ατέλειωτες συζητήσεις, οι ατέλειωτες περιπλανήσεις. Και τώρα? Τώρα η ατέλειωτη σιωπή, κι ένα δάκρυ για έναν άγγελο που έχασε το δρόμο για την Ιθάκη και βρέθηκε τυχαία κοντά μας, για τα δικά σου παιδιά που ορφανεμένα θα στερηθούν το χάδι μιας μοναδικής μάνας, που λες και είχε γεννηθεί για να είναι μάνα όλων των παιδιών. Σκόρπιες φωτογραφίες στο μικρό τσίγκινο κουτί, το λεωφορείο των Ελληνορώσων, το μπάσκετ, η μουσική στο τέρμα, η σχολική παρέα, η Όλγα, η Μάχη, η Φόνη, οι σπουδές με θυσίες στο Αμερικανικό Κολέγιο, τ’ αναρίθμητα αρκουδάκια σου, ο Τουΐτυ, οι ζωγραφιές σου, το βόλεϊ, το κομπιούτερ, οι εκδρομές, ο ρομαντικός γαμήλιος χορός σου με το Γιάννη στο Λίδρα Μάριοτ και η απέραντη ευτυχία που εξέπεμπε το πρόσωπό σου εκείνη τη βραδιά, η άδολη αγάπη για τους φίλους σου, η ευγένεια, η λεπτότητα, η φινέτσα, τ’ απότομα ξεσπάσματα οργής όταν ένιωθες τη πίεση, ένας αέρας που άλλοτε γινόταν βαρδάρης κι άλλοτε γλυκό απογευματινό αεράκι του καλοκαιριού, ένα μικρό καραβάκι σαν αυτά που ζωγράφιζες, που έπλεε ανέμελα ανάμεσα σε σκέψεις, όνειρα και προσδοκίες.
Κι ήρθε η ώρα για ν’ ανατραπεί το απέραντο γαλάζιο μιας νιότης που θα βίωνε έστω και προσωρινά το άφθαρτο, την αθανασία, τη δύναμη της δημιουργίας κόντρα σε όλους και όλα όπως μονάχα οι νέοι ξέρουν χωρίς τους συμβιβασμούς και τα «πρέπει» των καθώς πρέπει.
Αν κανείς ήξερε όταν συναντούσε ένα αγαπημένο του πρόσωπο, ότι αυτή η στιγμή θα ήταν η τελευταία συνάντηση, το τελευταίο γεύμα, η τελευταία ανταλλαγή σκέψεων, το τελευταίο φιλί, το τελευταίο αστείο, το τελευταίο βλέμμα με νόημα, η τελευταία λέξη, το τελευταίο χάδι, θα στεκόταν λίγο ακόμη, θ’ άγγιζε το πρόσωπο, θα πάγωνε το χρόνο και θα χανόταν για ένα λεπτό τουλάχιστον στη θολή γραμμή των οριζόντων, αναζητώντας αυτό που σε κάνει να ζεις και να υπάρχεις μέσα στα μάτια του άλλου, αυτά τα μάτια που τώρα σφάλισαν ερμητικά σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής, αυτά τα μάτια που έγιναν βάλσαμο μα κι εφιάλτης, αυτά τα μάτια που κοίταζαν απορημένα μη μπορώντας να δώσουν απάντηση στα ατελείωτα «γιατί», μιας ζωής που πέρασε γρήγορα, όπως ο αέρας που κλείνει δυνατά μια πόρτα, όπως τα κιτρινισμένα φύλλα που πέφτουν καθώς μπαίνει ο χειμώνας, όπως ένας θεός γονατίζει ξαφνικά κι αστραπιαία για να σηκώσει έναν άγγελο που έπεσε καθώς αναζητούσε το καλό, μέσα στην επίγεια παντοδυναμία του κακού.
Κι έτσι σαν ένα κακό όνειρο χάθηκε στην εκπνοή του καλοκαιριού ότι είχε απομείνει από μια εφηβική παρέα που περιπλανιόταν ανέμελα στους δρόμους του Ν. Ψυχικού τα καλοκαίρια του ‘70, ανάμεσα σε συνοικιακούς κινηματογράφους, απατηλούς έρωτες, μακρόσυρτες χωρίς νόημα συζητήσεις, καυγάδες και γέλια, χρώματα κι αρώματα μιας εποχής πολλά υποσχόμενης για όλους.
Κι έτσι σαν ένα κακό όνειρο, δύο βδομάδες πριν πάρεις τον δρόμο για το μεγάλο ταξίδι, ένα απόγευμα εκεί στο νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, κοίταξες στα μάτια τον αδελφό σου και αποκαμωμένη με μάτια θολά, του πες πως είχε φτάσει πια η ώρα για να φύγεις. «Βαγγέλη φεύγω», του είπες … «Βαγγέλη φεύγω» … κι έφυγες … και μαζί σου έφυγαν και τα νιάτα μας αγαπημένη μας Σοφούλα, το τελευταίο δώρο μας για σένα, και μαζί σου φεύγει η αθωότητα των παιδικών μας χρόνων, που θα σε συντροφεύει για πάντα, εκεί … στους ίδιους δρόμους με τους συνοικιακούς κινηματογράφους με τα γιασεμιά και τα ξωτικά μέρη πάνω στην οθόνη, με τις ίδιες σκέψεις, με τα ίδια όνειρα, και μια αγάπη για σένα, παντοτινή, απέριττη, απύθμενη, που θα σε συντροφεύει μέχρι να ανταμώσουμε και πάλι στην οδό ονείρων, στις γειτονιές των αγγέλων, εκεί όπου ο πόνος γίνεται χαρά, ο θάνατος αιώνια ζωή, το μίσος αγάπη, και η φλόγα νερό για να ξεδιψάει όποιος γεύτηκε τη πίκρα της ζωής.
Αντίο Σοφούλα. Ο ξάδερφός σου Τέλης.
Υ.Γ. Η Σοφία Μιχαλοπούλου – Καλλή έφυγε στις 9 Σεπτεμβρίου του 2010 σε ηλικία 44 ετών αφήνοντας πίσω τα δίδυμα μικρά αγγελούδια της, τον Δημήτρη και την Ελπίδα ηλικίας 2,5 ετών, που μεγαλώνουν ευτυχώς μ’ έναν στοργικό πατέρα και τους διακριτικά συμμετέχοντες φύλακες αγγέλους, από κείνη την συντροφιά από τα καλοκαίρια του ’70 …
                                                                                                                                          
Αριστοτέλης Γ. Καλλής
Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας
Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών
Nemeahistory.bloqspot.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ