29 νησιά του Αιγαίου χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι εξορίας και «εθνοκαθαρτήρια», άλλα κατοικημένα και άλλα ακατοίκητα. Σε αυτά, χιλιάδες άφησαν τα κόκαλά τους, δολοφονημένοι από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής και τα εκτελεστικά αποσπάσματα ή πέθαναν από την πείνα, τις στερήσεις, τις αρρώστιες, τις κακουχίες και τα βασανιστήρια.
Η Μακρόνησος, το πιο μαρτυρικό ξερονήσι, το κολαστήριο του πλήρους εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπου διέπρεψαν οι Σκαλούμπακες, Βασιλόπουλοι και Μπαϊρακτάρηδες, άρχισε να λειτουργεί ως τόπος εξορίας το 1947 και υπολογίζεται ότι «πέρασαν» πάνω από 27.000 στρατιώτες και 30.000 πολίτες που έχριζαν «εθνικής αναμορφώσεως». Άλλοι υπόγραψαν τη «δήλωση μετανοίας» και άλλοι όχι, παρ΄όλα τα απάνθρωπα βασανιστήρια.
Μη σας παραξενεύει, γιατί κατά την απογραφή του 1951, σε μερικά νησιά, η αύξηση του πληθυσμού πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, όπως στη Γυάρο π.χ. που το 1929 είχε 2 και το 1951, 7.139 κατοίκους ή στη Μακρόνησο, που το 1940 είχε 36 και το 1951, 4.484 κατοίκους.
Εδώ, λοιπόν, έχω καταγράψει δέκα μαρτυρίες, τις πιο σημαντικές που ξεχώρισα και ανάρτησα κατά καιρούς στο facebook.
(Μαρτυρία Κώστα Γαβριηλίδη)
«Από την 1η Νοεμβρίου αρχίζει η παράδοση των υπολοίπων εφτά χιλιάδες στο ΒΕΤΟ… οι εφτά χιλιάδες, οι περισσότεροι γέροι, βαριά άρρωστοι, ανάπηροι και ακρωτηριασμένοι ήρωες της Αλβανικής εποποιίας και της Εθνικής Αντίστασης, φυματικοί, καρδιακοί, ελκοπαθείς κλπ μεταφέρθηκαν στο ΒΕΤΟ με δόσεις από 500-700 άτομα.
Απερίγραπτα είναι τα όργια των βασανιστηρίων. Μεθυσμένοι οι αλφαμίτες από οινοπνευματώδη ποτα… μαστουρωμένοι από διάφορα ναρκωτικά, τα καθάρματα και τα’ αποβράσματα αυτά της κοινωνίας, ώρες και μέρες βασάνιζαν τους τίμιους και αγνούς πατριώτες που δεν έσκυψαν τον αυχένα στο φασίστα κατακτητή».
(Μαρτυρία Βικτωρίας Θεοδώρου Από το βιβλίο της)
«Το τελευταίο διάστημα παραμονής των αλύγιστων γυναικών στο Τρίκερι και τη μεταφορά τους στο Μακρονήσι και την απομόνωση της ίδιας στο φριχτό στρατόπεδο Λάρισας, κατέγραψε συνταρακτικά η Ρόζα Ιμβριώτη.
Προχωρά η ηλικιωμένη γυναίκα. Ο στρατηγός έξαλλος φωνάζει:
«Εσύ, ε; Δε θα ζήσεις πια. Εσύ λυμαίνεσαι με το λόγο σου την Ελλάδα χρόνια τώρα. Από σήμερα ύαινα, θα σφραγιστεί το στόμα σου. Ελεος δεν υπάρχει για σένα. Κατέστρεψες τη νεολαία. Αυτοί που σκοτώνονται στο βουνό είναι θύματά σου!».
Δεν τη λύγισαν και έτσι την οδηγούν στο Μακρονήσι. Μακρόνησος – Τρίκερι – Αϊ-Στράτης».
(Μαρτυρία Μιχάλη Μπούρπουλα)
«Στο έμπα της σκηνής, αντίκρισα πάνω σε ένα ράντζο ένα παλικάρι, φαντάζανε δυο ξυλοπόδαρα. Ήταν ο Γιάννης ο Βόλης, από την Λακωνία. Αλβανομάχος, που με το Εθνογερτήριο σάλπισμα του Ε.Α.Μ. έλαβε από τους πρώτους μέρος στην Εθνική Αντίσταση….
Άρχισαν να τραβούν και τους ανάπηρους. Μερικοί υπέκυψαν στην έντεχνη βία και συμβιβάστηκαν.
ΑΚΟΥΣΤΕ ένα τραγούδι του Νίκου Μάργαρη για τους εξόριστους, όπως ένοιωσε κι αυτός στο πετσί του τη ”στοργή” της μαμά-Ελλάς ΕΔΩ
(Μαρτυρία Ναταλίας Αποστολοπούλου.)
«Δεκαπέντε χρονών έφτασε στο στρατόπεδο (στο Τρίκερι) η Βαγγελίτσα … πάνω στους παιδικούς ώμους της κουβάλαγε τη σκληρή εμπειρία της από τα βασανιστήρια της στην Ασφάλεια και τον αγιάτρευτο πόνο για τον εκτελεσμένο αγωνιστή αδερφό της.
Στο Μακρονήσι, την ημέρα του βασανισμού, ένας γεροδεμένος αλφαμίτης την άρπαξε από τις κοτσίδες και την ταρακούναγε:
–Μίλα θα κάνεις δήλωση; Θα αποκηρύξεις;
–Όχι, απάντησε η εξόριστη.
Εκείνος σήκωσε το βούρδουλα και την έδερνε αλύπητα.
–Μίλα θα αποκηρύξεις; ξαναρώτησε.
–Ποιόν ν’ αποκηρύξω, μωρέ, το αίμα του αδερφού μου; Δεν αποκηρύσσω τίποτα! Σκευοφύλακα με λένε…χτυπάτε, φασίστες. Χτυπάτε σκυλιά. Δεν αποκηρύσσω το αίμα του αδερφού μου… Την άλλη μέρα τη μεταφέρανε στο αναρρωτήριο μαζί με τις άλλες σακατεμένες.
Στις φωτογραφίες που έστελναν στις οικογένειές του, γελούσαν πάντα, για να μην ανησυχούν οι δικοί τους και για να μην κοπούν από την λογοκρισία».
«Στ’ ακροθαλάσσι του Αϊ – Στράτη
Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και στον Αη – Στράτη, μέχρι το 1952.
Ψηλός και στητός, γίγαντας παραμυθιού, άντεχε κάτω απ’ τις βροχές και τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, το σακί μαζί με τη γάτα μέσ’ στη θάλασσα, και τις προσβλητικές βρισιές του ομαδάρχη, που σκύλιαζε απ’ το κακό του μπροστά στην αφοσίωση και την πίστη στην ιδέα.
Στην εξορία ζούσε σε σκηνές που τις έπαιρνε κάθε τόσο ο δυνατός αέρας του νησιού. Κουβαλούσε άσκοπα πέτρες απ’ τη μια άκρη της πλαγιάς στην άλλη. Μετά έπρεπε να τις φέρει πάλι πίσω. Ώρες αυτή η δουλειά.
Και τα μεγάφωνα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο να τσιρίζουν το ίδιο τραγούδι: «Ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα κάτσε φρόνιμα».
Πριν τη μαρτυρία του εξόριστου Λεωνίδα Μεντάκη, διαβάστε:
Το “ΜΕΝΟΥ ΕΞΟΡΙΑΣ» και την ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ του βιβλιοπωλείου “Free Thinking Zone», για κάποιο βιβλίο, κάποιου Δημήτρη Φύσσα. Η παρουσίαση έγινε στην Μακρόνησο και οι συμμετέχοντες είχαν την ”ευκαιρία», μεταξύ άλλων, να δοκιμάσουν … γκουρμέ ”Μενού Εξόριστου», δηλαδή το φαγητό που υποτίθεται ότι έτρωγαν οι κρατούμενοι.
To Free Thinking Zone “ανακάλυψε» ότι οι εξόριστοι έτρωγαν δύο φορές την εβδομάδα κρέας, άλλες δύο ψάρι, το πρωί και το βράδυ μαρμελάδα και φρούτα, ενώ το μενού περιελάμβανε και διαφορετικές τροφές που εναλλάσσονταν στο μενού ανάλογα με τη μέρα.
Ο 90χρονος Λεωνίδας Μεντάκης από τον Κουρνά Αποκορώνου, ένας από τους επιζώντες του στρατοπέδου, έλεγε στα Χανιώτικα Νέα:
«Έβαζαν σε ένα καζάνι 3 – 4 φασόλες, ένα φυλλαράκι φρύο, το έβραζαν και μας έδιναν το ζουμί. Αυτό ήταν το κυρίως φαγητό μας. Είχαμε σοβαρό πρόβλημα με το πόσιμο νερό. Ένα παγουράκι είχε ο καθένας μας. Το νερό το έφερναν με υδροφόρα από το Λαύριο, αλλά τις περισσότερες φορές δεν πινόταν γι’ αυτό και περάσαμε πολλές δίψες, όταν δε είχε θαλασσοταραχή και έκανε ημέρες να έρθει το πλοίο τροφοδοσίας, δεν τρώγαμε και τίποτα. Ήταν και μέρες που το φαγητό ήταν αλμυρό, ενώ δεν μας έδιναν νερό. Δεν ξέρω αν το έκαναν επίτηδες, αλλά γινόταν. Όσο για τους αλφαμίτες, τους αξιωματικούς, αυτοί έτρωγαν πλουσιοπάροχα».
Για κάποιους η Μακρόνησος είναι θλίψη, συγκίνηση, περηφάνια. Για κάποιους άλλους είναι ένα νησί δίπλα στο Λαύριο.
(ποιητική μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου από τα «Μακρονησιώτικα»)
«Ήρθαν οι αρρώστιες, οι διάροιες, ο τέτανος
κουβαλάμε τους αρρώστους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια
κουβαλάμε τους πεθαμένους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά
από κει μόλις βραδυάζει τους φορτώνουν στα καΐκια για το Λαύριο
οι εξόριστοι βγάζουν τα σκουφιά τους, σφίγγουν τα δόντια και
κοιτάζουν πέρα τη θάλασσα
δε μιλάνε, κοιτάζουν μακριά, πίσω απ’ το Σούνιο
ώσπου βραδυάζει κι ο άνεμος βολοδέρνει σε μια κουβέρτα πεθαμένου
ετούτος ο ατέλειωτος άνεμος που αντιχτυπιέται στη μουγκαμάρα της πέτρας
που αναστατώνει τ’ αγκάθια και τα χαρτιά του αποχωρητηρίου
παίρνει από πίσω τα καράβια, γιομίζει τις τσέπες με σπασμένα τοπεία
χωρίζει το πετσί απ’ το κόκαλο – ο μεγάλος άνεμος
που λύνει τους κόμπους των άστρων και δένει τις καρδιές μας
Ένα κρεβάτι, δυο κρεβάτια – πόσα κρεβάτια μείναν άδεια
και τα κουταλοπήρουνα των σκοτωμένων μαζεμένα στη γωνιά
σα μια φούχτα αστέρια δίχως όνομα
και το βλογιοκομμένο φεγγάρι φωνάζοντας ολονυχτίς τον τρόμο
του στη θάλασσα
όπως ανοιγοκλείνει στο σκοτάδι ένα παλιό πορτόφυλλο
κι οι μπόγοι της νύχτας δίπλα στα μαγειρεία
κι η λύπη στριμωγμένη πλάι στο φόβο
έξω απ’ την καρδιά μας.
Ύστερα πέφτει ο άνεμος
κι ακούμε που κατρακυλάνε πέτρες απ’ το βουνό
ακούμε τ’ άρβυλα των πεθαμένων
και πάρα πέρα τ’ άρβυλα της λευτεριάς
καθώς ανηφορίζει από τον κάτου κόσμο».
Έπεσε μαχόμενος, αλύγιστος, χιλιοβασανισμένος, αγωνιστής της ελευθερίας. Ο «Βούλγαρος» που δεν υπόγραψε.
Από τους πρώτους νεκρούς της χούντας
(μαρτυρία παλιών συναδέλφων του στο «σύρμα»)
Ο Ελής οδηγήθηκε στο ΒΕΤΟ (Δεύτερο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), τάγμα με 38.000 περίπου έγκλειστους στρατιώτες, που ως χτες πολεμούσαν τους ξένους εισβολείς στο βουνό και στην πόλη και αντιμετώπισε πλάι τους με καρτερία, τους βασανιστές που φορούσαν τη στολή του Έλληνα στρατιώτη.
«Υπόγραψε Βούλγαρε!», ωρύονταν οι ροπαλοφόροι πάνω στα αιμόφυρτα, ποδοπατημένα και ετοιμοθάνατα κορμιά, τα κορμιά αυτά, που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς και Ιταλούς.
Και ύστερα στο περιβόητο «Σύρμα», στην «Απομόνωση», πλάι στη χαράδρα, πίσω από τον πανύψηλο τοίχο, στο κάτεργο των κατέργων, στην κόλαση της κολάσεως, στο μαρτύριο των μαρτυρίων, όπου μεταφέρονταν όσοι δεν υπέκυπταν στον ανήκουστο παιδεμό και δεν υπέγραφαν «Δήλωση μετανοίας».
Ο Ελής θα επιβιώσει από το νέο κύκλο βασανιστηρίων, σε 24ωρη βάση μήνες και χρόνια, χάρη στο ψυχικό σθένος του και τη σωματική του αντοχή.
Και ήρθε το καινούριο πραξικόπημα της προδοτικής και ξενόδουλης κλίκας, στρατιωτικής και πολιτικής, του 1967.
Ο Ελής συλλαμβάνεται και εκτελείται από ανθυπίλαρχο! Είναι από τα πρώτα θύματα της δικτατορίας.
Μήτσος Παπαρήγας. Γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Οχτώ χρόνια δέσμιος της μεταξικής δικτατορίας και των χιτλερικών καταχτητών. Απομόνωση της Κέρκυρας, Κίμωλος, Ακροναυπλία, Χαϊδάρι. Δραπετεύει από το Χαϊδάρι το 1944, δουλεύει παράνομα στην Αθήνα.
Το 1946, οι εργάτες του Βόλου τον εξέλεξαν αντιπρόσωπό τους στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ και το Συνέδριο τον εξέλεξε Γενικό Γραμματέα της ΓΣΕΕ.
Πλήρες βιογραφικό ΕΔΩ
Ο τίτλος της ανάρτησης λειτούργησε, ίσως, αποτρεπτικά, από την εύλογη σκέψη, πως πρόκειται για τις γιαγιάδες ή μανάδες μας σε κάποιο ορεινό χωριό.
Πρόκειται για συγγενείς πολιτών, για τους οποίους υπήρχαν αποδείξεις ή … υπόνοιες συμμετοχής στις δραστηριότητες του ΚΚΕ ή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Οι προληπτικές εκτοπίσεις είχαν στόχο να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό του Δημοκρατικού Στρατού και να αναγκάσουν τους μαχητές του να παραδοθούν και να υπογράψουν «δήλωση». Και όμως δεν υπόγραψαν, ενώ, έμαθαν ανάγνωση και γραφή παρακολουθώντας τους κύκλους αυτομόρφωσης που λειτουργούσαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα (στοιχεία από τη σελίδα του Ν.Σαραντάκου).
(Μαρτυρία της Κατερίνας Χαριάτη Σισμάνη)
«Στη Μακρόνησο, τρεις μέρες, μας άφηκαν ήσυχες με φοβέρα και περισυλλογή και την άλλη, στις 30 του Γενάρη 1950, μας ξύπνησαν από τις τέσσερες την νύχτα. Ήταν η μέρα της δοκιμασίας.
Χίλιες γυναίκες είχαμε φύγει από το Τρίκερι.
Τα καθημερινά καψόνια, αντικαταστήσανε τα μαρτύρια της ημέρας εκείνης, που μας άφησε κάμποσες πληγωμένες και κάποιες που τρελάθηκαν και φώναζαν όλη τη νύχτα.
Εγώ, την πλήρωσα μόνο με έξη βουρδουλιές και με ένα διηθητικό ίκτερο που βάσταξε τέσσερις μήνες. Ευτυχώς δεν πέθανα.
Όμως στη Μακρόνησο, δεν μας θέλανε τις γυναίκες, τους χαλάγαμε την πειθαρχία. Γίνανε και πολλά διαβήματα απ’ έξω. Ήρθε και επιτροπή του Ερυθρού, ήρθανε και εφημερίδες από την Γαλλία.
Με αυτά και με αυτά, μας ξαναπήγανε τελικά σ’ έξη μήνες στο Τρίκερι».
(Μαρτυρία Νίκου Μάργαρη)
ΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΣΦΑ
Από την Μακρόνησο πέρασε και η εφηβεία για αναμόρφωση.
Οι ανήλικοι κατάδικοι που βρίσκονταν κατεσπαρμένοι μέχρι την Άνοιξη του 1949 στην Κηφισιά και στα νησιά Τρίκερι και Γιούρα μεταφέρθηκαν σε μικρές αποστολές και συγκεντρώθηκαν στη ΣΦΑ.
Το νέο στρατόπεδο ανηλίκων που εγκαταστάθηκε στη ΣΦΑ περιλάβαινε ηλικίες από 14 μέχρι 17 ετών και οι κατηγορίες των κρατουμένων ήσαν δύο: ποινικοί κατάδικοι και πολιτικοί κρατούμενοι από ένα – δύο χρόνια έως ισόβια. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΜΑΧΗ την Πρωτομαγιά του 1949, έφτασε η πρώτη αποστολή ανηλίκων από το Τρίκερι. Ήσαν περίπου 50.
Η απάντηση ήταν αρνητική και τότε όλοι οι γνωστοί βασανιστές, ρίχτηκαν στ’ ανήλικα παιδιά και τα σάπισαν στο ξύλο.
Ύστερα από λίγες μέρες έφτασε δεύτερη αποστολή από τις φυλακές ανηλίκων Κηφισιάς…από τις 26 Μαΐου έως τις 8 Ιουνίου 1949 μεταφέρθηκαν από τα Γιούρα 305 καταδικασμένοι ανήλικοι...
Ο Δημήτρης Τατάκης έφτασε στη Μακρόνησο το Νοέμβρη του 1948.
Όταν οι ανακριτές – βασανιστές του αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για «αμετανόητο» κομμουνιστή και ότι δεν επρόκειτο να λυγίσει, του επιφύλαξαν ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, σχεδιασμένο να τον εξοντώσει, είτε ψυχικά είτε σωματικά: Την ορθοστασία μέχρι θανάτου!
Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο και ταυτόχρονα διεστραμμένο απάνθρωπο βασανιστήριο: Ο κρατούμενος ριχνόταν αρχικά στη θάλασσα φορτωμένος με όλα τα πράγματα ως το λαιμό. Κατόπιν, και αφού μουσκευόταν μέχρι το μεδούλι, στηνόταν όρθιος, ακίνητος και αμίλητος, με δύο φρουρούς να τον επιτηρούν μέρα-νύχτα, μην επιτρέποντάς του να καθίσει ούτε στιγμή ή να μιλήσει με κανέναν. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι.
Το όλο μαρτύριο λάμβανε χώρα πάνω σε έναν βράχο, στην παραλιακή ακτή της ΣΦΑ, μπροστά στις σκηνές των χιλιάδων κρατουμένων της Μακρονήσου.
Κάθε ατομικό «σπάσιμο» στόχευε στο να αποτελέσει χτύπημα, να προκαλέσει ρήγμα στην αγωνιστική διάθεση και ηθικό του συνόλου.
Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο Τατάκης δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές της Μακρονήσου έχαναν την υπομονή τους. Και οι μέρες έρχονταν και παρέρχονταν η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνονταν αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος.
Σκαλούμπακας: Ενορχηστρωτής των πιο φρικτών βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Διέταζε πολλές φορές
ατομικά βασανιστήρια για όσους προσωπικά ο ίδιος δεν συμπαθούσε. Επέβλεπε συχνά τα μαρτύρια λέγοντας “δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα“. Για τις υπηρεσίες του έγινε στρατηγός. Μέχρι που έφυγε για την κόλαση, δήλωνε αμετανόητος.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού:
“Εζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες, Χούμης και Δήμητρας, Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε.
Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου”.