«Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας…»

69

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, μια μέρα σαν σήμερα, στις 20 Απριλίου του 1922 και «έφυγε» από τη ζωή στα 66 του χρόνια, στις 30 Οκτωβρίου του 1988.

Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας. Στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφήσει τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.

«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / εμείς καθόμασταν τα βράδια /και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας».

Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ο ποιητής που έγραψε αυτούς τους στίχους, ο ποιητής που μας θυμίζει ότι πάντα «φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου».

Ο Λειβαδίτης, είναι ο ποιητής, τέκνο ενός περήφανου λαού που πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, αλλά πάντα όρθιος, προσπαθεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθημερινή του πάλη, με τη δημιουργία του, να ορίζει αυτός τα πεπρωμένα του. Κάποιοι δεν το ήθελαν αυτό. Μα, ο ποιητής επιμένει να τραγουδά:

«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου/

εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις/

τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια/

που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα/

εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια/

τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή/

κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί/

κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».

Το 1940 γνωρίζει τον Γιάννη Ρίτσο και του δίνει να διαβάσει ποίησή του. Ο Τάσος Λειβαδίτης έγινε και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του ο πιο αγαπημένος, ο αδελφικός φίλος του Γ. Ρίτσου. Η πρώτη εμφάνιση του Τ. Λειβαδίτη στα Γράμματα έγινε το 1946, από τα «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (τεύχος 55, 15/11/1946). Μεταπολεμικά, εκτός από τα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργαζόταν και με τη «Νέα Εστία».

Το 1943 χάνει τον πατέρα του και αργότερα (1951) χάνει και τη μητέρα του. Την τετραετία 1948-1952, εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αϊ – Στράτη και τη Μακρόνησο. Η επιστροφή του στην Αθήνα θα συνοδευτεί από δύο ποιητικές εκδόσεις. Το 1952 θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”.

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές. Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου θα ‘ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων. Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι για να γκρεμίζει την αδικία. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς. Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς, εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια»!

Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που στον εμφύλιο εξορίστηκε, δικάστηκε, αλλά τελικά αθωώθηκε γιατί ένα ποιητικό του έργο θεωρήθηκε επικίνδυνο. Ηταν το 1953, που δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το βιβλίο αργότερα κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Το 1955, ο ποιητής θα δικαστεί για το συγκεκριμένο βιβλίο και η δίκη θα αποκτήσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο, ο ποιητής διατυπώνει το σκοπό της τέχνης, συγκινεί το ακροατήριο και τους δικαστές και αθωώνεται. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές, που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, υπερασπίστηκε το δίκιο της εργατικής τάξης.

«Πέντε δίκοχα γύρω/ Ο λοχαγός δίχως όνομα/ ένα παιδί γυμνό/ κρεμασμένο από τα χέρια/ αυλακωμένο το σώμα του/ κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές/ μόλις πατάν’ τα νύχια του στο πάτωμα/ όπως σηκώνεται κανείς να δει/ ένα κορίτσι που γελάει πίσ’ απ’ το φράχτη./ Ο λοχαγός τον ρωτάει./ Ο βούρδουλας καίει το πετσί/ ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα/ ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα/ ύστερα θυμάται/ ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά/ το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες/ μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί/ για τόσο μεγάλες πέτρες/ τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά/ δεν πρόφτασε να πιαστεί/ το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες/ άνοιξε/ μια γυναίκα αλαλιασμένη/ φώναζε μονάχα: μη/ Τώρα πρέπει να μιλήσει/ για να σωθεί/ πρέπει να πάψει να θυμάται/ και να ζήσει./ Θέλει να ζήσει/ όπως θέλετε κι εσείς./ Τώρα πρέπει να μιλήσει/ για να σωθεί/ πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει/ και να ζήσει./ Ο λοχαγός λέει: μίλησε/ Ο βούρδουλας λέει: μίλησε/ η νύχτα του λέει: μίλησε/ μα η νύχτα είναι λίγη/ οι συντρόφοι πολλοί/ κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα/ όπως θα κάνατε κι εσείς» (από το ποίημα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).

Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ο ποιητής του αγώνα και της φτωχογειτονιάς. «Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν/ για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο./ Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους»…

Γι’ αυτούς έγραψε τη «Δραπετσώνα» του, που ακολουθεί μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε δύο εκτελέσεις, η μια από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις, και η άλλη από τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Δραπετσώνα

Το ποίημα του «Αιώνας εμπορίου» αποτελεί ένα μοναδικό έργο που αποτυπώνει ακριβώς τη βαρβαρότητα ενός συστήματος που δεν θέλει …«να λέγεσαι άνθρωπος».

Αιώνας εμπορίου  

H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
    εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
    λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
    δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
    χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
    ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
    περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
    μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
    δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
    μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
    θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
    ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
    προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ