Η ιστορία του θρυλικού ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας, ενός ζεϊμπέκικου θρασύ σαν τον έρωτα

107

Μέσα στο φλιτζάνι η Κούλα Αγαγιώτου διαβάζει στην κινηματογραφική Ευδοκία (που ακριβώς πριν από 44 χρόνια έπαιρνε το βραβείο των Cineclubs στις Κάννες), Μαρία Βασιλείου, τη μοίρα: «Στρατός. Κι εδώ είναι ο Σταυρός. Φυλάξου απ’ τον Σταυρό». Ο φακός ζουμάρει στον πάτο του φλιτζανιού και ξεκινούν οι πρώτες νότες μιας εισαγωγής που όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν. Επόμενο πλάνο, ο Σταυρός. Η σκιά ενός άντρα που στο σκηνικό μιας συνοικιακής ταβέρνας, χορεύει ζεϊμπέκικο, το θρυλικότερο ζεϊμπέκικο της ιστορίας, το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.

Πίσω του κρύβονται ιστορίες, μικρές και μεγάλες, συναρπαστικές και παθιασμένες.

Ιστορίες για το τραγούδι που γράφτηκε πάνω στο χορό και παίχτηκε με έναν παλιό, ρεμπέτικο, επίμονα ξεκούρδιστο τζουρά. Ιστορίες για τους πρωταγωνιστές, που επιλέχτηκαν σχεδόν από το δρόμο για να απεικονίσουν την έμπνευση μιας μουσικής αναγνωρίσιμης στις πρώτες δύο νότες. Ιστορίες για τον χορό που ξεκίνησε από την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη που έψελνε ψιθυριστά («Σήμερον κρεμάται επί ξύλου») στη διάρκεια των γυρισμάτων για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που ήθελε. Ιστορίες για τη μουσική, που δεν χρειαζόταν στίχους για να αρθρώσει φωνή.

Σταυρός, η σκιά ενός άντρα που χορεύει ζεϊμπέκικο. Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας αρχίζει.
Η σκηνή που ενέπνευσε τις νότες

Όταν σήμερα λέμε “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”, εννοούμε το ορχηστρικό κομμάτι του Μάνου Λοΐζου, μια μουσική που σχεδόν μισό αιώνα τώρα έχει αγγίξει τις καρδιές γενεών Ελλήνων, έχει παιχτεί από αμέτρητα χέρια κι έχει εκφράσει το πάθος, το βάσανο και τη μαγκιά του ζεϊμπέκικου.

Το για πολλούς κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας γράφτηκε από τον Λοΐζο πάνω στο υλικό της ταινίας “Ευδοκία” που του έδωσε ο σκηνοθέτης της, Αλέξης Δαμιανός. Πάνω στη σκηνή μιας συνοικιακής ταβέρνας, όπου ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος και θρησκευτική ευλάβεια, κοιτώντας στα μάτια την όμορφη Ευδοκία. Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις βλοσυρούς άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, χτυπάει παλαμάκια, τον κοιτάει αχόρταγα και μονολογεί γελώντας για το πάθος που αναπόφευκτα έρχεται “Παναγιά μου, Παναγιά μου”.

Ο Λοΐζος, ο οποίος είχε γράψει ξανά μουσική για ταινίες, είδε το υλικό από τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο μέρες και περιείχαν πολλές λήψεις του σκηνικού, των χορού του φαντάρου, του γέλιου της Ευδοκίας, ώστε να βάζουν τον θεατή μέσα στην ταβέρνα. Στα γυρίσματα, ο χορός είχε γίνει πάνω σε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Η διαδεδομένη εκδοχή λέει πως ήταν το “Τα ματοκλάδα σου λάμπουν”. Ο Γιώργος Κουτούζης, πρωταγωνιστής της σκηνής ως φαντάρος, έχει πει σε συνέντευξή του πως ήταν “Η άτακτη”.

Πάνω σε αυτή τη σκηνή, ο Λοΐζος γράφει “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”. Οι νότες του ακούγονται πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη, παρουσία του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Τον ίδιο τζουρά ζητά αργότερα ο Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού. Οπως έχει πει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Λοΐζος επέμενε να παίξει με αυτόν, αν και ξεκουρδιζόταν στις πρώτες νότες. Τελικά η σύνθεση ηχογραφείται κομμάτι κομμάτι ώστε να πάρει κι ο ξεκούρδιστος τζουράς τη θέση του σε αυτήν.

Στη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνη τη χρονιά (1971), η ταινία δεν παίρνει το βραβείο μουσικής που πάει στο “Εκείνο το καλοκαίρι”.

Ο Λοΐζος, όμως, περιλαμβάνει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972) και το «Ζεϊμπέκικο» αρχίζει να «αυτονομείται» από την ταινία και να παίρνει τη θέση του στα πάλκα και στους νταλκάδες στις καρδιές.

Το κομμάτι μένει χωρίς στίχους, αν και όπως έχει διηγηθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. Δεν τους χρειαζόταν του είπε. Μιλάει μόνη της.

Κατά τη διάρκεια της μουσικής στην ταινία, πάντως, ακούγεται η φωνή και το γέλιο της Ελένης Ροδά, η οποία ντούμπλαρε την πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, γιατί τα ελληνικά της δεν ήταν καλά.
Η ιεροτελεστία του χορού

Ο χορός του φαντάρου ήταν μια “ιεροτελεστία” όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Γιώργος Κουτούζης. Ο Αλέξης Δαμιανός, του φώναζε διαρκώς: “Ψηλά το κεφάλι, τα χέρια ανοιχτά. Μόλις πήγαινα να σκύψω ή να κοιτάξω κάτω, μου φώναζε ψηλά το κεφάλι, κοίτα τα μάτια της Ευδοκίας τίποτε άλλο…”.

Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, βοηθός του Δαμιανού εκείνη την εποχή στο βιβλίο του «Οταν ο Δαμιανός γύριζε την «Ευδοκία» γράφει για τη σκηνή εκείνη:

“Ο τρόπος που χορεύεται από τον Λοχία το ζεϊμπέκικο αποκαλύπτει και την άποψη του Δαμιανού γι’ αυτό το χορό. Είναι χορός – ερωτικό κάλεσμα και ταυτοχρόνως χορός πολεμικός, επιθετικός προς όποιον τολμήσει να σταματήσει, να εμποδίσει την ερωτική ένωση. Οι μισές κινήσεις είναι πατήματα γερά στο έδαφος σαν να δίνει σήμα ο χορευτής στον Αδη, στους νεκρούς, πως αυτός συνεχίζει την πορεία της ζωής, την αρχετυπική ένωση με το θηλυκό. Οι άλλες μισές κινήσεις είναι άγριο τίναγμα του κεφαλιού ψηλά και βλέμμα που καρφώνει τον αντίπαλο, αποφασισμένο για όλα».

Οι πρωταγωνιστές ενός ζεϊμπέκικου θρασύ σαν έρωτα

Ο Δαμιανός δεν ήθελε επαγγελματίες ηθοποιούς για τους πρώτους ρόλους του. Επέλεξε τον “λοχία”, συναντώντας τον σε έναν καβγά στο δρόμο στην Ερυθραία. Ο Γιώργος Κουτούζης τότε δούλευε σε οικοδομή, αρχικά ήταν επιφυλακτικός, όμως ο Δαμιανός τον έπεισε.

Η Ευδοκία, Μαρία Βασιλείου εντοπίστηκε σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ στο Λονδίνο από τον Δαμιανό και τη γυναίκα του.

Η 20χρονη μεγαλωμένη στο Λονδίνο Κύπρια, κόρη φτωχής πολυμελούς οικογένειας άφησε την Αγγλία κι ήρθε στην Ελλάδα για να γίνει η Ευδοκία, κεντρική ηρωίδα της ταινίας που το 1985 ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της που κράτησαν ένα χρόνο, και οι δύο έμεναν στο σπίτι του Δαμιανού στην Εκάλη, όπου μπορούσαν να κάνουν διαρκώς μαθήματα και πρόβες.

Οι αληθινές ιστορίες των πρωταγωνιστών

Κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές δεν έκανε καριέρα ως ηθοποιός, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.

Ο Γιώργος Κουτούζης δεν ξαναγύρισε άλλη ταινία ύστερα από συνειδητή του επιλογή. Μετά το γύρισμα της Ευδοκίας, έφυγε στα καράβια και, όταν γύρισε συνέχισε να εργάζεται στην Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος και να μένει στο Κερατσίνι, επιλέγοντας να χορεύει όποτε ο ίδιος ήθελε, για πάρτη του, όπως είχε πει (“Espresso”) η γυναίκα του Σοφία.

Η Μαρία Βασιλείου, έπαιξε σε δύο ταινίες του Όμηρου Ευστρατιάδη («Παιδιά των λουλουδιών», «Ερωτισμός και Πάθος») και στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1975). Κι ύστερα έφυγε για το Λονδίνο (ακολουθώντας τον έρωτα), όπου πλέχτηκε ένας μύθος γύρω της μέχρι που το 1989 -σε ηλικία 39 ετών- πέθανε από καρκίνο.

Σύμφωνα με όσα είπε για εκείνη ο θρυλικός μουσικός των ’70s, Σωτήρης Κοματσιούλης στη Lifo πριν από ένα χρόνο, αυτός ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο ακολούθησε με το Magic Bus για το Λονδίνο, όπου παντρεύτηκαν κι έζησαν δύο χρόνια μαζί.

Στη συνέχεια της ζωής της απέκτησε ένα κοριτσάκι, αλλά η ασθένεια τη χτύπησε για σχεδόν μια δεκαετία πριν την οδηγήσει στον θάνατο.

Αυτή ήταν η ιστορία της σκηνής και των πρωταγωνιστών του ζεϊμπέκικου που έχει κάτι από Σταύρωση, που χορεύεται με τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι ψηλά, που δεν χρειάζεται στίχους γιατί μπορεί να μιλήσει. Του γνωστού από τις πρώτες νότες ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας.

Χριστίνα Κατσαντώνη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ