1955: Η μεγάλη απόδραση από τα Βούρλα

106

«Μια έντεχνος, μυθιστορηματική, δραματική, περιπετειώδης, καταπληκτική, ομαδική δραπέτευσις εγκαθείρκτων στελεχών του ΚΚΕ έλαβε χώραν εις τον Πειραιά. Δεν είναι η πρώτη. Προηγήθηκαν άλλαι, φυσικά ολιγώτερον μυθιστορηματικαί και με ολιγώτερα πρόσωπα αποδρασάντων (…) Η δραπέτευσις κομμουνιστών από τας φυλακάς δεν έχει τίποτε το εκπληκτικόν. Δεν πρόκειται περί του ληστάρχου Κουμπή ή του Τζατζά. Δι’ αυτούς δεν θα ευρίσκετο ουδείς συνεργός δια να τους βοηθήση να αποδράσουν (…) Εδώ πρόκειται περί Κόμματος ολοκλήρου περί παρανόμου και συνωμοτικής οργανώσεως, περί μηχανισμού κινούμενου συμφώνως προς την τελευταία λέξιν του συνωμοτισμού, διαθέτοντας και πρόσωπα άφθονα και έμπειρα εις τοιαύτα και μέσα οικονομικά και μέσα τεχνικά και ακόμη αφθόνους συνεργασίας εντός και αυτής της κρατικής μηχανής, την οποία όταν θελήση εις έναν τομέα την κάμνει να πάθη εμπλοκήν και να μη δύναται να κινηθή…».

Ιούλης 1955. Στον αστικό Τύπο της εποχής γράφονται απίθανες ιστορίες για την απόδραση 27 κομμουνιστών κρατουμένων από τις φυλακές των Βούρλων (το προαναφερόμενο απόσπασμα είναι από την εφημερίδα «Εμπρός»).

Τι είχε γίνει λοιπόν; Σταχυολογούμε από τις αφηγήσεις και τα γραπτά που ακολούθησαν:

Στις 17 του Ιούλη 1955 είκοσι επτά βαρυποινίτες σύντροφοι, «φορώντας στραβά το καπελάκι τους», μέρα μεσημέρι, δραπέτευσαν από τις φυλακές των Βούρλων στον Πειραιά, πραγματοποιώντας την πιο μεγάλη, την πιο συναρπαστική, την πιο μυθιστορηματική απόδραση όλων των εποχών στην Ελλάδα.

Τι ήταν τα Βούρλα; Οι φυλακές των Βούρλων ήταν υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες, σε μια περιοχή της Δραπετσώνας, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί ανάμεσα στα έλη που φύτρωναν βούρλα (εξού και τ’ όνομα) στα τέλη του 19ου αιώνα χτίστηκαν 72 ισόγεια σπίτια για να στεγάσουν οίκους ανοχής. Την περίοδο της Κατοχής οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν το συγκρότημα αυτό σε φυλακές, κατασκευάζοντας ψηλούς μαντρότοιχους και στήνοντας εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιές, ενώ μετά την απελευθέρωση το χώρο παρέλαβαν οι ελληνικές Αρχές. Κι εκεί μεταφέρονταν κατά κύματα αγωνιστές, είτε στο δρόμο γι’ άλλες φυλακές είτε για το εκτελεστικό απόσπασμα.

Μια ασύλληπτη επιχείρηση

Εφτά μήνες πριν τη μεγάλη απόδραση, με το Κόμμα να προσπαθεί να ανασυγκροτήσει στην παρανομία τις οργανώσεις του, πάρθηκε η απόφαση να επιδιωχθεί η έξοδος από τη φυλακή μιας σειράς στελεχών. Τρεις μήνες κράτησε η προετοιμασία. Κι άλλους τέσσερις μήνες πήρε το σκάψιμο μιας σήραγγας που οδηγούσε από το εσωτερικό της φυλακής σε απόσταση κοντά 20 μέτρων στο εσωτερικό ενός απέναντι από τη φυλακή εργοστασίου. Ακούγεται απλό, για τις συνθήκες που έγινε ήταν μια ασύλληπτη επιχείρηση που έγινε κάτω από τραγικά δύσκολες συνθήκες κινδύνου, με μαθηματική ακρίβεια και μυστικότητα. Με ένα σχέδιο τέλεια μελετημένο, με υψηλή πιστότητα και γνώση, ολοκληρωμένες τεχνικές προδιαγραφές και εκτέλεση παραδειγματική. Σκάφτηκε μια σήραγγα μήκους 17,5 περίπου μέτρων, υποστυλώθηκε με κάθε τεχνική επάρκεια και ηλεκτροφωτίστηκε.

Το «έργο» -όπως το έλεγαν- άρχιζε από το γωνιακό κελί 13 της δυτικής πτέρυγας, που βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών και απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ». Επρεπε στο τσιμεντένιο δάπεδο του κελιού να ανοιχτεί μια τρύπα, να σχηματιστεί ένα «πηγαδάκι» βάθους 3 μέτρων, απ’ όπου θ’ άρχιζε μια σήραγγα διαμέτρου 80 εκατοστών και μήκους 18-19 μέτρων. Η υπόγεια σήραγγα αφού περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διάσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον τοίχο του εργοστασίου «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στους λουτήρες.

Για το σχεδιασμό του έργου τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες για το εξωτερικό της φυλακής τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικιές δύο κρατουμένων συντρόφων.

Η τρύπα αποφασίστηκε ν’ ανοίξει κάτω από ένα κρεβάτι που βρισκόταν δεξιά, δίπλα στην είσοδο του κελιού 13. Το κρεβάτι εκείνο, όπως όλα τα κρεβάτια της φυλακής, δεν ήταν παρά τρεις μετακινούμενες σανίδες στηριγμένες πάνω σε τρία τσιμεντένια τοιχάκια. Τα εργαλεία της δουλειάς, ήταν αρχικά ένα κοπίδι και ένα τσαγκαράδικο σφυρί, από εκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα. Αργότερα, όταν προχώρησαν στο σκάψιμο, απόκτησαν κι ένα σκεπάρνι.

Τέσσερις μήνες έσκαβαν

Πώς δούλευαν; Αρχισαν στις 17 Μάρτη του ’55 και έλυναν το ένα μετά το άλλο τα προβλήματα στην πορεία. Δεν υπήρχε αέρας. Εφτιαξαν αρχικά μια ξύλινη βεντάλια. Δεν είχε φως. Φτιάξανε μηχανισμό με λαμπάκια. Οι κρατούμενοι έφτιαχναν κάτι χειροτεχνήματα και με αυτά σαν δικαιολογία ζητούσαν και τους έφερναν στο επισκεπτήριο στήλες φακού και λαμπάκια, δήθεν για τα χειροτεχνήματα. Υπολογίστηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν γύρω στις 600 στήλες μπαταρίας.

Είχε μπει ένα αρχικό πλάνο για 20 πόντους σκάψιμο την ημέρα, που στην πράξη έβγαινε αδύνατο και κάποτε χρειάστηκε να προστεθούν νυχτερινές βάρδιες για να προχωρήσει η δουλειά. Το σκάψιμο γινόταν ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, κι εκείνο που πρόσεχαν ήταν να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε υπήρχε κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνη) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν. Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν τι θα έκαναν τα χώματα και τις πέτρες που συσσώρευαν. Και να ποιες λύσεις βρήκαν: Αφού ξεχώριζαν το χώμα από τις πέτρες το έριχναν μέσα σε πάνινες σακούλες -τις «αντέρες», όπως τις έλεγαν- που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τις πέρναγαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ’ όπου κατέβαιναν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι πέτρες και τα χαλίκια. Ενα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στο χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, πάντα με την άδεια της διεύθυνσης. Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διέθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα. Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τους δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα γέμισε με γλάστρες. Ηταν κυρίως γκαζοτενεκέδες, που και πολύ χώμα έπαιρναν αλλά και χαλίκι.

Ενα ακόμα σοβαρό πρόβλημα ήταν ο εξαερισμός. Επινόησαν και κατασκεύασαν αυτοσχέδιο ανεμιστήρα. Αλλο πρόβλημα ήταν ο κίνδυνος να υποχωρήσουν τα χώματα της οδού Δογάνης από το πέρασμα των φορτηγών. Ετσι αναγκάστηκαν να υποστυλώσουν τη σήραγγα με ξυλεία που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από παλιά κουφώματα.

Στις 17 Ιούλη φορώντας πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν, πέρασαν σε τετράδες από τη φυλακή στο εργοστάσιο κι από κει σε διάφορα σημεία που είχε κανονιστεί να κρυφτούν.

Η απόδραση συγκλόνισε την Ελλάδα. Οι αρχές ασφαλείας έστησαν μπλόκα στους δρόμους και επικήρυξαν τους δραπέτες, χωρίς φυσικά κανένα αποτέλεσμα.

Το ίδιο βράδυ της απόδρασης, από την «Ελεύθερη Ελλάδα», τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ ακούστηκε η έκκληση: «Καλούμε το λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».

Στην κεντρική φωτογραφία το σχεδιάγραμμα της φυλακής με σημειωμένη τη σήραγγα που ανοίχτηκε.

Από τον «Ριζοσπάστη»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ