Μικρή είχα ένα φοβερό συνήθειο. Κάθε φορά που έβλεπα φίλο ή γνωστό των γονιών μου που δεν τον είχα ξαναδεί, ρωτούσα δυνατά: ”Μήπως είσαστε του ΚΚΕ”; Για να μπει κάποιος σπίτι μας έπρεπε να περάσει από έλεγχο κοινωνικών φρονημάτων Μαρακίου.
Ματαίως μου εξηγούσε ο πατέρας μου ότι πρέπει να σταματήσω αυτό μου το τροπάρι. Οι περισσότεροι γελούσαν, ένας δεξιός πελατάρας του δεν ξαναπάτησε ποτέ το πόδι του στο γραφείο κι η διπλανή μας η μητσοτακική ξίνιζε το μούτρο της, όποτε με έβλεπε.
Μια Κυριακή -ήμουν κοντά τεσσάρων ετών σποράκι-περιμέναμε κόσμο στο σπίτι, μου είχε κοτσάρει η μαμά το κόκκινο το βελούδινο φόρεμα με το φιόγκο που μ’ έσφιγγε και έκανα το θυρωρό. Εμφανίστηκε κάποια στιγμή στην πόρτα ένας θεόρατος μουστάκιας. ”Μήπως είσαστε του ΚΚΕ”;, τσιροβόλησα εγώ, ”Αν είμαι, λέει…”, είπε ξεκαρδισμένος και με σήκωσε ψηλά. Ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης.
Μ.Π.
Κατιούσα